παροίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> παροίξω, <i>pf.</i> παρέῳγα;<br />entrouvrir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴγνυμι]].
|btext=<i>f.</i> παροίξω, <i>pf.</i> παρέῳγα;<br />entrouvrir, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[οἴγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παροίγνυμι''': ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - [[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.
|elnltext=παρ-οίγνυμι en παροίγω op een kier zetten; ook met gen.. π. τῆς θύρας de deur een stukje openzetten Aristoph. Pax 30.
}}
{{elru
|elrutext='''παροίγνῡμι:''' (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παροίγνυμι:''' ή -[[οίγω]], μέλ. <i>-οίξω</i>, [[ανοίγω]] στο πλάι ή λίγο, [[μισανοίγω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· <i>παροίξας τῆς θύρας</i>, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παροίγνυμι:''' ή -[[οίγω]], μέλ. <i>-οίξω</i>, [[ανοίγω]] στο πλάι ή λίγο, [[μισανοίγω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· <i>παροίξας τῆς θύρας</i>, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παροίγνῡμι:''' (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).
|lstext='''παροίγνυμι''': ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - [[Κατὰ]] τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.
}}
{{elnl
|elnltext=παρ-οίγνυμι en παροίγω op een kier zetten; ook met gen.. π. τῆς θύρας de deur een stukje openzetten Aristoph. Pax 30.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -οίγω fut. -οίξω<br />to [[open]] at the [[side]] or a [[little]], [[half]]-[[open]], Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the [[door]], put it ajar, Ar.
|mdlsjtxt=or -οίγω fut. -οίξω<br />to [[open]] at the [[side]] or a [[little]], [[half]]-[[open]], Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the [[door]], put it ajar, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίγνυμι Medium diacritics: παροίγνυμι Low diacritics: παροίγνυμι Capitals: ΠΑΡΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: paroígnymi Transliteration B: paroignymi Transliteration C: paroignymi Beta Code: paroi/gnumi

English (LSJ)

or παροίγω, open at the side or a little, half-open, πύλας E.IA857, παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.Pax30.

German (Pape)

[Seite 524] und παροίγω (s. οἴγνυμι), ein wenig, halb öffnen, Herm. h. Hom. Merc. 152; πύλας παροίξας, Eur. Iph. Aul. 857; σκέψομαι τῃδὶ παροίξας τῆς θύρας, Ar. Pax 30, welche Verbindung mit dem gen. Moeris für attisch erklärt; παρεῳγμένης τῆς θύρας, B. A. 60 für besser erkl. als παρανεῳγμένης.

French (Bailly abrégé)

f. παροίξω, pf. παρέῳγα;
entrouvrir, acc..
Étymologie: παρά, οἴγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-οίγνυμι en παροίγω op een kier zetten; ook met gen.. π. τῆς θύρας de deur een stukje openzetten Aristoph. Pax 30.

Russian (Dvoretsky)

παροίγνῡμι: (fut. παροίξω, pf. παρέῳγα) приотворять (πύλας Eur.; τῆς θύρας Arph.).

Greek Monolingual

και παροίγω Α
ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»].

Greek Monotonic

παροίγνυμι: ή -οίγω, μέλ. -οίξω, ανοίγω στο πλάι ή λίγο, μισανοίγω, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· παροίξας τῆς θύρας, άνοιξε λίγο την πόρτα, την άφησε μισάνοιχτη, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

παροίγνυμι: ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - Κατὰ τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.

Middle Liddell

or -οίγω fut. -οίξω
to open at the side or a little, half-open, Hhymn., Eur.; παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.