παλίντιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />payé en retour, puni.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τίω]].
|btext=ος, ον :<br />payé en retour, puni.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πᾰλίντῐτος''': -ον, ([[τίνω]]) ὡς τὸ [[ἄντιτος]], οὗ ἡ [[τίσις]], [[τιμωρία]] γενήσεται [[ὕστερον]], ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.
|elnltext=παλίντιτος -ον [πάλιν, τίνω] terugbetaald, betaald gezet, vergolden:. αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι in de hoop dat Zeus ooit vergelding laat geschieden Od. 1.379. vergeldend, compenserend:. παλίντιτα πνεύματα wrekende winden Emp. B 111.5.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίντῐτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отомщенный]], [[наказанный]]: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;<br /><b class="num">2)</b> предполож. [[воздающий за труд]], [[вознаграждающий]], [[благотворный]] (πνεύματα Emped.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πᾰλίντῐτος:''' -ον ([[τίνω]]) όπως το [[ἄντιτος]], [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πᾰλίντῐτος:''' -ον ([[τίνω]]) όπως το [[ἄντιτος]], [[τιμωρητικός]], [[εκδικητικός]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίντῐτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отомщенный]], [[наказанный]]: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;<br /><b class="num">2)</b> предполож. [[воздающий за труд]], [[вознаграждающий]], [[благотворный]] (πνεύματα Emped.).
|lstext='''πᾰλίντῐτος''': -ον, ([[τίνω]]) ὡς τὸ [[ἄντιτος]], οὗ ἡ [[τίσις]], [[τιμωρία]] γενήσεται [[ὕστερον]], ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.
}}
{{elnl
|elnltext=παλίντιτος -ον [πάλιν, τίνω] terugbetaald, betaald gezet, vergolden:. αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι in de hoop dat Zeus ooit vergelding laat geschieden Od. 1.379. vergeldend, compenserend:. παλίντιτα πνεύματα wrekende winden Emp. B 111.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίν-τῐτος, ον, [[τίνω]]<br />like [[ἄντιτος]], requited, avenged, Od.
|mdlsjtxt=πᾰλίν-τῐτος, ον, [[τίνω]]<br />like [[ἄντιτος]], requited, avenged, Od.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίντῐτος Medium diacritics: παλίντιτος Low diacritics: παλίντιτος Capitals: ΠΑΛΙΝΤΙΤΟΣ
Transliteration A: palíntitos Transliteration B: palintitos Transliteration C: palintitos Beta Code: pali/ntitos

English (LSJ)

ον, (τίνω) A done in requital, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379. II Act., requiting, πνεύματα Emp.111.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückoergolten, wieder vergolten, gebüßt, gestraft; αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι, Od. 1, 379. 2, 144; – πνεύματα, Empedocl. bei D. L. 8, 59, wofür Suid. v. ἄπνους παλίντονα las.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
payé en retour, puni.
Étymologie: πάλιν, τίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίντιτος -ον [πάλιν, τίνω] terugbetaald, betaald gezet, vergolden:. αἴ κέ ποθι Ζεὺς δῷσι παλίντιτα ἔργα γενέσθαι in de hoop dat Zeus ooit vergelding laat geschieden Od. 1.379. vergeldend, compenserend:. παλίντιτα πνεύματα wrekende winden Emp. B 111.5.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίντῐτος:
1) отомщенный, наказанный: παλίντιτα ἔργα Hom. возмездие;
2) предполож. воздающий за труд, вознаграждающий, благотворный (πνεύματα Emped.).

English (Autenrieth)

(τίνω): paid back, avenged; ἔργα, ‘works of retribution,’ Od. 1.379 and Od. 2.144.

Greek Monolingual

παλίντιτος, -ον (Α)
1. αυτός του οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον
2. αυτός που ανταποδίδει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ-τιτος)].

Greek Monotonic

πᾰλίντῐτος: -ον (τίνω) όπως το ἄντιτος, τιμωρητικός, εκδικητικός, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίντῐτος: -ον, (τίνω) ὡς τὸ ἄντιτος, οὗ ἡ τίσις, τιμωρία γενήσεται ὕστερον, ἐν τῷ μέλλοντι, παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Ὀδ. Α. 379, Β. 144. ΙΙ. μετ’ ἐνεργητικῆς σημασίας, παλίντιτα πνεύματ’ ἐπάξεις Ἐμπεδ. 403. - Παρὰ Σουίδ. ἐν λέξ. ἄπνους: παλίντονα πνεύματ’ ἐπάξεις.

Middle Liddell

πᾰλίν-τῐτος, ον, τίνω
like ἄντιτος, requited, avenged, Od.