πειστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />propre à persuader, persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]].
|btext=α, ον :<br />propre à persuader, persuasif.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πειστήριος''': -α, -ον, ὁ καταπείθων, [[πειστικός]], λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.
|elnltext=πειστήριος -α -ον [πείθω] overtuigend.
}}
{{elru
|elrutext='''πειστήριος:''' [[убеждающий]], [[убедительный]], [[проникновенный]] (λόγοι Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πειστήριος:''' -α, -ον, = το επόμ., [[πειστικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πειστήριος:''' -α, -ον, = το επόμ., [[πειστικός]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πειστήριος:''' [[убеждающий]], [[убедительный]], [[проникновенный]] (λόγοι Eur.).
|lstext='''πειστήριος''': -α, -ον, ὁ καταπείθων, [[πειστικός]], λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.
}}
{{elnl
|elnltext=πειστήριος -α -ον [πείθω] overtuigend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειστήριος Medium diacritics: πειστήριος Low diacritics: πειστήριος Capitals: ΠΕΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: peistḗrios Transliteration B: peistērios Transliteration C: peistirios Beta Code: peisth/rios

English (LSJ)

α, ον, persuasive, winning, λόγοι E.IT 1053.

German (Pape)

[Seite 547] zum Überreden gehörig, überredend, λόγοι, Eur. I. T. 1053.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à persuader, persuasif.
Étymologie: πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειστήριος -α -ον [πείθω] overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

πειστήριος: убеждающий, убедительный, проникновенный (λόγοι Eur.).

Greek Monolingual

-α, -ο / πειστήριος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα του κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη
αρχ.
αυτός που έχει την ικανότητα να πείθει, ο πειστικός («λόγους πειστηρίους εὕρισκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -τήριος (με συριστικοποίηση του -θ-προ του -τ-), πρβλ. πιεσ-τήριος].

Greek Monotonic

πειστήριος: -α, -ον, = το επόμ., πειστικός, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πειστήριος: -α, -ον, ὁ καταπείθων, πειστικός, λόγοι Εὐρ. Ι. Τ. 1053.

Middle Liddell

πειστήριος, η, ον = πειστικός
persuasive, Eur.

English (Woodhouse)

convincing, persuasive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)