πικρόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />dont les noces <i>ou</i> l'hymen sont amers.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γάμος]].
|btext=ος, ον :<br />dont les noces <i>ou</i> l'hymen sont amers.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[γάμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πικρόγᾰμος''': -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.
|elnltext=πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.
}}
{{elru
|elrutext='''πικρόγᾰμος:''' [[несчастный в браке или сватовстве]] (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πικρόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πικρόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πικρόγᾰμος:''' [[несчастный в браке или сватовстве]] (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).
|lstext='''πικρόγᾰμος''': -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.
}}
{{elnl
|elnltext=πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πικρό-γᾰμος, ον,<br />[[miserably]] married, Od.
|mdlsjtxt=πικρό-γᾰμος, ον,<br />[[miserably]] married, Od.
}}
}}

Revision as of 21:21, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγᾰμος Medium diacritics: πικρόγαμος Low diacritics: πικρόγαμος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: pikrógamos Transliteration B: pikrogamos Transliteration C: pikrogamos Beta Code: pikro/gamos

English (LSJ)

ον, attaining a bitter kind of marriage (cf. πικρός III), Od.1.266, al., Hld.5.30, 7.28.

German (Pape)

[Seite 614] dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les noces ou l'hymen sont amers.
Étymologie: πικρός, γάμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγαμος -ον [πικρός, γάμος] een bittere bruiloft krijgend.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγᾰμος: несчастный в браке или сватовстве (ὠκύμορός τε π. τε Hom.).

English (Autenrieth)

having a bitter marriage; pl., of the suitors of Penelope, ironically meaning that they would not live to be married at all. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + γάμος.

Greek Monotonic

πικρόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει πικρό γάμο, δυστυχισμένος στο γάμο του, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγᾰμος: -ον, ὁ πικρὸν συνάψας γάμον, πάντες κ’ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἑαυτῶν τὸν γάμον τοῦτον μνηστευσόμενοι» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 266, Δ. 346, Ρ. 137.

Middle Liddell

πικρό-γᾰμος, ον,
miserably married, Od.