πισσήρης: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />qui a l'aspect de la poix.<br />'''Étymologie:''' [[πίσσα]], ἄρω.
|btext=ης, ες:<br />qui a l'aspect de la poix.<br />'''Étymologie:''' [[πίσσα]], ἄρω.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πισσήρης''': -ες, = [[πισσήεις]], Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = [[πισσοκώνητος]], Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.
|elnltext=πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.
}}
{{elru
|elrutext='''πισσήρης:''' [[черный как смола]] ([[κηκίς]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πισσήρης:''' -ες (*ἄρω), = [[πισσήεις]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πισσήρης:''' -ες (*ἄρω), = [[πισσήεις]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πισσήρης:''' [[черный как смола]] ([[κηκίς]] Aesch.).
|lstext='''πισσήρης''': -ες, = [[πισσήεις]], Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = [[πισσοκώνητος]], Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσήρης Medium diacritics: πισσήρης Low diacritics: πισσήρης Capitals: ΠΙΣΣΗΡΗΣ
Transliteration A: pissḗrēs Transliteration B: pissērēs Transliteration C: pissiris Beta Code: pissh/rhs

English (LSJ)

ες, = πισσήεις (of pitch, pitchy), κηκίς A. Ch. 268. = πισσοκώνητος, Orac. ap. Ath. 12.524b.

German (Pape)

[Seite 619] ες, = πισσήεις, Aesch. Ch. 266; Ath. XII, 524 b.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a l'aspect de la poix.
Étymologie: πίσσα, ἄρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πισσήρης -ες [πίττα] teerachtig.

Russian (Dvoretsky)

πισσήρης: черный как смола (κηκίς Aesch.).

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. πισσήεις
2. πισσοκώνητος
3. το θηλ. ως ουσ.πισσήρης
(ενν. κηρωτή) έμπλαστρο με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω») με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. ξιφ-ήρης)].

Greek Monotonic

πισσήρης: -ες (*ἄρω), = πισσήεις, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πισσήρης: -ες, = πισσήεις, Αἰσχύλ. Χο. 268. 2) = πισσοκώνητος, Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Α. ΙΙ. ἡ π. (ἐξυπ. κηρωτή), ἔμπλαστρον μὲ πίσσαν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 766, κτλ.

Middle Liddell

πισσ-ήρης, ες [*ἄρω] = πισσήεις, Aesch.]

English (Woodhouse)

of pitch

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)