πολυκαρπία: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύκαρπος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />abondance de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύκαρπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυκαρπία:''' ἡ [[обилие плодов]], [[многоплодие]] Xen., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πολῠκαρπία:''' [[αφθονία]] σε φρούτα, σε Ξεν. | |lsmtext='''πολῠκαρπία:''' [[αφθονία]] σε φρούτα, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολῠκαρπία''': ἡ, [[ἀφθονία]] καρπῶν, [[εὐκαρπία]], Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr.CP4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Ggstz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.
Russian (Dvoretsky)
πολυκαρπία: ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότητα («ὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Greek Monotonic
πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.
Middle Liddell
πολῠκαρπία, ἡ,
abundance of fruit, Xen. [from πολύκαρπος