προεξέδρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />siège élevé au-dessus des autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξέδρα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />siège élevé au-dessus des autres.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐξέδρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προεξέδρα''': Ἰων. -η, ἡ, [[ἕδρα]], [[θρόνος]] [[ἐπίσημος]], Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. [[προεδρία]] 2.
|elnltext=προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.
}}
{{elru
|elrutext='''προεξέδρα:''' ион. [[προεξέδρη]] ἡ высокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προεξέδρα:''' Ιων. -η, ἡ, [[επίσημος]] [[θρόνος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προεξέδρα:''' Ιων. -η, ἡ, [[επίσημος]] [[θρόνος]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προεξέδρα:''' ион. [[προεξέδρη]] ἡ высокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).
|lstext='''προεξέδρα''': Ἰων. -η, ἡ, [[ἕδρα]], [[θρόνος]] [[ἐπίσημος]], Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. [[προεδρία]] 2.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-εξέδρα, ''Ionic'' -η, ἡ,<br />a [[chair]] of [[state]], Hdt.
|mdlsjtxt=προ-εξέδρα, ''Ionic'' -η, ἡ,<br />a [[chair]] of [[state]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:38, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξέδρα Medium diacritics: προεξέδρα Low diacritics: προεξέδρα Capitals: ΠΡΟΕΞΕΔΡΑ
Transliteration A: proexédra Transliteration B: proexedra Transliteration C: proeksedra Beta Code: proece/dra

English (LSJ)

Ion. προεξέδρη, ἡ, chair of state, Hdt.7.44, Poll.9.46.

German (Pape)

[Seite 720] ἡ, ein besonderer, von andern abgesonderter Sitz, Sessel, Her. 7, 44. 48. Bei Poll. 9, 46 = ἐξέδρα, Gallerie.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
siège élevé au-dessus des autres.
Étymologie: πρό, ἐξέδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξέδρᾱ -ας, ἡ, Ion. προεξέδρη, erezetel.

Russian (Dvoretsky)

προεξέδρα: ион. προεξέδρη ἡ высокое седалище, трон (π. λίθου λευκοῦ Her.).

Greek Monolingual

και κυρίως ο ιων. τ. προεξέδρη, ἡ, Α ἐξέδρα
χωριστό, υψηλό κάθισμα, επίσημος θρόνος («προεπεποίητο γὰρ ἐπὶ κολωνοῦ ἐπίτηδες αὐτοῦ ταύτη προεξέδρη λίθου λευκοῦ», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προεξέδρα: Ιων. -η, ἡ, επίσημος θρόνος, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προεξέδρα: Ἰων. -η, ἡ, ἕδρα, θρόνος ἐπίσημος, Ἡρόδ. 7. 44, Πολυδ. Θ΄, 49· πρβλ. προεδρία 2.

Middle Liddell

προ-εξέδρα, Ionic -η, ἡ,
a chair of state, Hdt.