προκόμιον: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br />touffe de cheveux <i>ou</i> de crins qui tombe sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόμη]]. | |btext=ου (τό) :<br />touffe de cheveux <i>ou</i> de crins qui tombe sur le front.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κόμη]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προκόμιον -ου, τό [πρό, κόμη] pruik. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκόμιον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[челка]] (у животных или людей) Xen., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[накладка из волос]], [[парик]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προκόμιον:''' τό ([[κόμη]]), [[χαίτη]] αλόγου, σε Ξεν. | |lsmtext='''προκόμιον:''' τό ([[κόμη]]), [[χαίτη]] αλόγου, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον Πολυδ. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=προ-[[κόμιον]], ου, τό, [[κόμη]]<br />the [[forelock]] of a [[horse]], Xen. | |mdlsjtxt=προ-[[κόμιον]], ου, τό, [[κόμη]]<br />the [[forelock]] of a [[horse]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, (κόμη) A forelock of a horse, X.Eq.5.6; τὸ προκόμιον [τοῦ βονάσου] frontal tuft, Arist.HA630a35; of human beings, τὰ π. ψιλοῦν Str.3.4.17. II false hair, false front, Ar.Fr.320.2, Arist. Oec. 1348a30, IG11(2).203B41 (iii B.C.); προκόμιον πρόσθετον Poll.2.30; π. περίθετα Ath.12.523a.
German (Pape)
[Seite 731] τό, das vorhangende Stirnhaar der Pferde u. Menschen, Xen. Hipp. 5, 6, Arist. H. A. 9, 45 u. A. – Auch das anstatt der Haare ist, falsches Haar zum Putze der Frauen, bes. auch bei den Persern üblich, Arist. Oec. 2, 14; προκόμια περίθετά τε λαβόντες, Ath. XII, 523 a.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
touffe de cheveux ou de crins qui tombe sur le front.
Étymologie: πρό, κόμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προκόμιον -ου, τό [πρό, κόμη] pruik.
Russian (Dvoretsky)
προκόμιον: τό
1) челка (у животных или людей) Xen., Arst.;
2) накладка из волос, парик Arst.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. η τούφα από τη χαίτη του αλόγου που πέφτει στο μέτωπο
2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα
3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόμιον, υποκορ. του κόμη.
Greek Monotonic
προκόμιον: τό (κόμη), χαίτη αλόγου, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προκόμιον: τό, (κόμη) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα κόμη τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. ξένη κόμη μάλιστα ἡ περὶ τὸ μέτωπον, οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον Πολυδ. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. πηνίκη, φενάκη.