προσγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=exercer à, <i>rég. ind. au dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γυμνάζω]].
|btext=exercer à, <i>rég. ind. au dat.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[γυμνάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσγυμνάζω''': [[γυμνάζω]], ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.
|elnltext=προσ-γυμνάζω trainen in, met dat.: πολέμῳ προσγεγυμνασμένος getraind in de oorlog Plut. Marc. 27.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προσγυμνάζω:''' [[упражнять]], [[приучивать упражнением]] (τινά Plat.; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προσγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] σε ή μέσα σε ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>προσγεγυμνασμένος πολέμῳ</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] σε ή μέσα σε ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>προσγεγυμνασμένος πολέμῳ</i>, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσγυμνάζω:''' [[упражнять]], [[приучивать упражнением]] (τινά Plat.; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος Plut.).
|lstext='''προσγυμνάζω''': [[γυμνάζω]], ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-γυμνάζω trainen in, met dat.: πολέμῳ προσγεγυμνασμένος getraind in de oorlog Plut. Marc. 27.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[exercise]] at or in a [[thing]], Plat.:—Pass., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Plut.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[exercise]] at or in a [[thing]], Plat.:—Pass., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Plut.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγυμνάζω Medium diacritics: προσγυμνάζω Low diacritics: προσγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΣΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: prosgymnázō Transliteration B: prosgymnazō Transliteration C: prosgymnazo Beta Code: prosgumna/zw

English (LSJ)

A exercise at or in a thing, τινι Pl.Lg.647c:—Med., ὁ -αζόμενος,=sq., Gal.6.177 (v.l. προγ-) ; π. τινί Alex.Aphr.in Top.232.3; πολέμῳ -γεγυμνασμένος Plu.Marc.27. 2 metaph. in Med., enter into a contest with, τινι D.Chr.36.27: abs., M.Ant.6.20.

German (Pape)

[Seite 754] dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.

French (Bailly abrégé)

exercer à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, γυμνάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-γυμνάζω trainen in, met dat.: πολέμῳ προσγεγυμνασμένος getraind in de oorlog Plut. Marc. 27.3.

Russian (Dvoretsky)

προσγυμνάζω: упражнять, приучивать упражнением (τινά Plat.; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον
2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος
ο προσγυμναστής.

Greek Monotonic

προσγυμνάζω: μέλ. -σω, εξασκώ σε ή μέσα σε ένα πράγμα, σε Πλάτ. — Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσγυμνάζω: γυμνάζω, ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.

Middle Liddell

fut. σω
to exercise at or in a thing, Plat.:—Pass., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Plut.