πρόχρονος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br />antérieur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χρόνος]]. | |btext=ος, ον :<br />antérieur.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[χρόνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόχρονος:''' [[прошлый]], [[прежний]] (πράγματα Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρόχρονος:''' -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ. | |lsmtext='''πρόχρονος:''' -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόχρονος''': -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πρό-χρονος, ον,<br />of [[former]] [[time]], Luc. | |mdlsjtxt=πρό-χρονος, ον,<br />of [[former]] [[time]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, anticipatory, πράγματα μετάχρονα ἢ π. Luc.Salt.80.
German (Pape)
[Seite 800] vorausgehend in der Zeit, aus voriger Zeit, Luc. de salt. 80.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
antérieur.
Étymologie: πρό, χρόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόχρονος -ον [πρό, χρόνος] voortijdig.
Russian (Dvoretsky)
πρόχρονος: прошлый, прежний (πράγματα Luc.).
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].
Greek Monotonic
πρόχρονος: -ον, αυτός που ανήκει στους παλαιότερους χρόνους, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόχρονος: -ον, ὁ τῶν προτέρων χρόνων, εἰς προτέρους χρόνους ἀνήκων, πράγματα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80.