σανίδιον: Difference between revisions

From LSJ

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite planche;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> tablette pour afficher les lois, décrets <i>ou</i> arrêts.<br />'''Étymologie:''' [[σανίς]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petite planche;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> tablette pour afficher les lois, décrets <i>ou</i> arrêts.<br />'''Étymologie:''' [[σανίς]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σᾰνίδιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[σανίς]], μικρὸς [[δίσκος]], χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[πινάκιον]], [[πίναξ]], πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.
|elnltext=σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven).
}}
{{elru
|elrutext='''σᾰνίδιον:''' (ῐδ) τό [[σανίς]]<br /><b class="num">1)</b> [[дощечка]] Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[доска для записей]], [[таблица]] Lys., Aeschin.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σᾰνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[σανίς]],<br /><b class="num">I.</b> μικρό επεξεργασμένο [[κομμάτι]] ξύλου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[πινάκιον]], μικρή ξύλινη [[πινακίδα]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''σᾰνίδιον:''' τό, υποκορ. του [[σανίς]],<br /><b class="num">I.</b> μικρό επεξεργασμένο [[κομμάτι]] ξύλου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[πινάκιον]], μικρή ξύλινη [[πινακίδα]], σε Αισχίν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σᾰνίδιον:''' (ῐδ) τό [[σανίς]]<br /><b class="num">1)</b> [[дощечка]] Arph., Men.;<br /><b class="num">2)</b> [[доска для записей]], [[таблица]] Lys., Aeschin.
|lstext='''σᾰνίδιον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[σανίς]], μικρὸς [[δίσκος]], χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[πινάκιον]], [[πίναξ]], πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδιον Medium diacritics: σανίδιον Low diacritics: σανίδιον Capitals: ΣΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: sanídion Transliteration B: sanidion Transliteration C: sanidion Beta Code: sani/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σανίς, A small board or plank, Ar.Pax202, Hippias (?) in PHib.1.13.30, Men.202, Str.17.1.50. II tablet, public register, ἐκ σανιδίου Lys.16.6, cf. Aeschin.3.200,201, IG12.313.161, 22.1237.124. III small splint, Heliod. ap. Orib.44.23.74, Gal.18(2).888; foot-prop, Id.10.444.

German (Pape)

[Seite 861] τό dim. von σανίς, Ar. Pax. 202, wo neben einander χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια genannt sind, also etwa Tellerchen; aber Lys. 16, 6, ἐκ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν, ist, wie σανίς d, eine Tafel, ein Verzeichniß, vgl. Aesch. 3, 201.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite planche;
2 particul. tablette pour afficher les lois, décrets ou arrêts.
Étymologie: σανίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven).

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίδιον: (ῐδ) τό σανίς
1) дощечка Arph., Men.;
2) доска для записей, таблица Lys., Aeschin.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και σανίδιν Μ
βλ. σανίδι.

Greek Monotonic

σᾰνίδιον: τό, υποκορ. του σανίς,
I. μικρό επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, σε Αριστοφ.
II. όπως το πινάκιον, μικρή ξύλινη πινακίδα, σε Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σανίς, μικρὸς δίσκος, χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ πινάκιον, πίναξ, πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.

Middle Liddell

σᾰνίδιον, ου, τό, [Dim. of σανίς
I. a small trencher, Ar.
II. like πινάκιον, a tablet, Aeschin.

English (Woodhouse)

register, for writing on

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)