σιδηρεία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />extraction du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σιδηρεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />extraction du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σιδηρεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρεία''': , τὸ ἐργάζεσθαι τὸν [[σίδηρον]], Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.
|elnltext=σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] ijzerbewerking.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρεία:''' ἡ [[добывание железа]] Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῐδηρεία:''' ἡ ([[σίδηρος]]), [[κατεργασία]] σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.
|lsmtext='''σῐδηρεία:''' ἡ ([[σίδηρος]]), [[κατεργασία]] σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηρεία:''' ἡ [[добывание железа]] Xen.
|lstext='''σῐδηρεία''': , τὸ ἐργάζεσθαι τὸν [[σίδηρον]], Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] ijzerbewerking.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρεία, ἡ, [[σίδηρος]]<br />a [[working]] in [[iron]], Xen.
|mdlsjtxt=σῐδηρεία, ἡ, [[σίδηρος]]<br />a [[working]] in [[iron]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρεία Medium diacritics: σιδηρεία Low diacritics: σιδηρεία Capitals: ΣΙΔΗΡΕΙΑ
Transliteration A: sidēreía Transliteration B: sidēreia Transliteration C: sidireia Beta Code: sidhrei/a

English (LSJ)

ἡ, working in iron, X.An.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 879] Eisenarbeit, sowohl die bergmännische Gewinnung, als das Bearbeiten und Schmieden des Eisens, Xen. An. 5, 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extraction du fer.
Étymologie: σιδηρεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] ijzerbewerking.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρεία:добывание железа Xen.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιδηρεύω
η εξόρυξη και η κατεργασία του σιδήρου.

Greek Monotonic

σῐδηρεία: ἡ (σίδηρος), κατεργασία σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρεία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν σίδηρον, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.

Middle Liddell

σῐδηρεία, ἡ, σίδηρος
a working in iron, Xen.