Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />tout homme qui creuse la terre (vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />tout homme qui creuse la terre (vigneron, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκαπτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.
|elnltext=σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
}}
{{elru
|elrutext='''σκαπτήρ:''' ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκαπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).
|lsmtext='''σκαπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκαπτήρ:''' ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.
|lstext='''σκαπτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκαπτήρ]], ῆρος, ὁ,<br />a [[digger]], delver, Hom. ap. Arist.
|mdlsjtxt=[[σκαπτήρ]], ῆρος, ὁ,<br />a [[digger]], delver, Hom. ap. Arist.
}}
}}

Revision as of 22:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτήρ Medium diacritics: σκαπτήρ Low diacritics: σκαπτήρ Capitals: ΣΚΑΠΤΗΡ
Transliteration A: skaptḗr Transliteration B: skaptēr Transliteration C: skaptir Beta Code: skapth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.

German (Pape)

[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Russian (Dvoretsky)

σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].

Greek Monotonic

σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.

Middle Liddell

σκαπτήρ, ῆρος, ὁ,
a digger, delver, Hom. ap. Arist.