σιδηροβρώς: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ῶτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange <i>ou</i> ronge le fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) ὁ τρώγων τὸν [[σίδηρον]], [[θηγάνη]] Σοφ. Αἴ. 820· [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
|elnltext=σιδηροβρώς -ῶτος [σίδηρος, βιβρώσκω] ijzervretend (slijpsteen). Soph. Ai. 820.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροβρώς:''' ῶτος adj. съедающий, т. е. оттачивающий железо ([[θηγάνη]] Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σῐδηροβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.
|lsmtext='''σῐδηροβρώς:''' -ῶτος, ὁ, ἡ ([[βιβρώσκω]]), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηροβρώς:''' ῶτος adj. съедающий, т. е. оттачивающий железо ([[θηγάνη]] Soph.).
|lstext='''σῐδηροβρώς''': -ῶτος, ὁ, ἡ, ([[βιβρώσκω]]) ὁ τρώγων τὸν [[σίδηρον]], [[θηγάνη]] Σοφ. Αἴ. 820· [[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηροβρώς -ῶτος [σίδηρος, βιβρώσκω] ijzervretend (slijpsteen). Soph. Ai. 820.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, [[βιβρώσκω]]<br />[[iron]]-[[eating]], Soph.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, [[βιβρώσκω]]<br />[[iron]]-[[eating]], Soph.
}}
}}

Revision as of 22:06, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβρώς Medium diacritics: σιδηροβρώς Low diacritics: σιδηροβρώς Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: sidērobrṓs Transliteration B: sidērobrōs Transliteration C: sidirovros Beta Code: sidhrobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) iron-eating, θηγάνη S.Aj.820; where the Sch. has a fem. form σῐδηρο-βρῶτις, ιδος.

German (Pape)

[Seite 879] ῶτος, Eisen fressend, verzehrend, nagend, dah. Eisen schärfend, wetzend, θηγάνη, Soph. Ai. 807.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ὁ, ἡ)
qui mange ou ronge le fer.
Étymologie: σίδηρος, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροβρώς -ῶτος [σίδηρος, βιβρώσκω] ijzervretend (slijpsteen). Soph. Ai. 820.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροβρώς: ῶτος adj. съедающий, т. е. оттачивающий железо (θηγάνη Soph.).

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, θηλ. και σιδηροβρῶτις, -ώτιδος, Α
1. αυτός που κατατρώγει τον σίδηρο
2. αυτός που ακονίζει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].

Greek Monotonic

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ (βιβρώσκω), αυτός που τρώγει τον σίδηρο, που τον φθείρει, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροβρώς: -ῶτος, ὁ, ἡ, (βιβρώσκω) ὁ τρώγων τὸν σίδηρον, θηγάνη Σοφ. Αἴ. 820· ἔνθα ὁ Σχολιαστ. ἔχει θηλ. τύπον -βρῶτις, -ιδος.

Middle Liddell

σῐδηρο-βρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, βιβρώσκω
iron-eating, Soph.