Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui peut être réglé;<br /><b>2</b> qu’on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
|elnltext=σταθμητός --όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.
}}
{{elru
|elrutext='''σταθμητός:''' [adj. verb. к [[σταθμάω]] измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σταθμητός:''' [adj. verb. к [[σταθμάω]] измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.
|lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταθμητός]], ή, όν [[σταθμάω]]<br />to be [[measured]], Plat.
|mdlsjtxt=[[σταθμητός]], ή, όν [[σταθμάω]]<br />to be [[measured]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:09, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμητός Medium diacritics: σταθμητός Low diacritics: σταθμητός Capitals: ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: stathmētós Transliteration B: stathmētos Transliteration C: stathmitos Beta Code: staqmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.

German (Pape)

[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu’on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.

Russian (Dvoretsky)

σταθμητός: [adj. verb. к σταθμάω измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).

Greek Monotonic

σταθμητός: -ή, -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.

Middle Liddell

σταθμητός, ή, όν σταθμάω
to be measured, Plat.