σπαρνός: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ή, όν :<br />clairsemé, rare, étroit.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. [[σπείρω]]. | |btext=ή, όν :<br />clairsemé, rare, étroit.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. [[σπείρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σπαρνός -ή -όν poët. variant van σπάνιος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπαρνός:''' [[редкий]] (παρήξεις Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σπαρνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[σπανός]], [[σπάνιος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σπαρνός:''' -ή, -όν, ποιητ. αντί [[σπανός]], [[σπάνιος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σπαρνός''': -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ [[σπανός]], [[σπάνιος]], Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.
German (Pape)
[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπαρνός -ή -όν poët. variant van σπάνιος.
Russian (Dvoretsky)
σπαρνός: редкий (παρήξεις Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρ-τός)].
Greek Monotonic
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί σπανός, σπάνιος, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sparsely sown, scarce (A., Pl. Com., Call.).
Compounds: σπαρνο-πόλιος ὀλιγοπόλιος H. with a sprinkle of grey hairs (cf. σπαρτο-πόλιος s. σπείρω).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Poetic and rare verbaladj. to σπείρω (s. v.); opposite πυκνός, συχνός.
Middle Liddell
σπαρνός, ή, όν [poetic for σπανός, σπάνιος, Aesch.]
Frisk Etymology German
σπαρνός: {sparnós}
Meaning: dünngesät, spärlich (A., Pl. Kom., Kall.);
Composita: σπαρνοπόλιος· ὀλιγοπόλιος H. (vgl. σπαρτοπόλιος s. σπείρω).
Etymology: Poetisches und seltenes Verbaladj. zu σπείρω (s. d.); Gegensatz πυκνός, συχνός.
Page 2,758