συνεπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=faire ensemble irruption.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπεισπίπτω]].
|btext=faire ensemble irruption.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπεισπίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεπεισπίπτω''': ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.
|elnltext=συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπεισπίπτω:''' [[вместе врываться]], [[совместно вторгаться]] (εἰς πόλιν [[ἅμα]] τινί Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνεπεισπίπτω:''' [[εφορμώ]] [[ξαφνικά]] [[εναντίον]] από κοινού, σε Πλούτ.
|lsmtext='''συνεπεισπίπτω:''' [[εφορμώ]] [[ξαφνικά]] [[εναντίον]] από κοινού, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεπεισπίπτω:''' [[вместе врываться]], [[совместно вторгаться]] (εἰς πόλιν [[ἅμα]] τινί Plut.).
|lstext='''συνεπεισπίπτω''': ἐφορμῶ, [[ἐπιπίπτω]] [[ὁμοῦ]], εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[rush]] in [[upon]] [[together]], Plut.
|mdlsjtxt=<br />to [[rush]] in [[upon]] [[together]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεισπίπτω Medium diacritics: συνεπεισπίπτω Low diacritics: συνεπεισπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synepeispíptō Transliteration B: synepeispiptō Transliteration C: synepeispipto Beta Code: sunepeispi/ptw

English (LSJ)

rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.

French (Bailly abrégé)

faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεισπίπτω: вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν ἅμα τινί Plut.).

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῖν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].

Greek Monotonic

συνεπεισπίπτω: εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.

Middle Liddell


to rush in upon together, Plut.