συμπροπέμπω: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]].
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμπροπέμπω''': [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], [[ὁμοῦ]], τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' [[совместно следовать]] (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμπροπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνοδεύω]], [[ξεπροβοδίζω]] από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[συμπροπέμπω]] τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
|lsmtext='''συμπροπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συνοδεύω]], [[ξεπροβοδίζω]] από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· [[συμπροπέμπω]] τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπροπέμπω:''' [[совместно следовать]] (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).
|lstext='''συμπροπέμπω''': [[προπέμπω]], [[συνοδεύω]], [[ὁμοῦ]], τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[join]] in [[escorting]], Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[join]] in [[escorting]], Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπροπέμπω Medium diacritics: συμπροπέμπω Low diacritics: συμπροπέμπω Capitals: ΣΥΜΠΡΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: sympropémpō Transliteration B: sympropempō Transliteration C: sympropempo Beta Code: sumprope/mpw

English (LSJ)

join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.

German (Pape)

[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.

French (Bailly abrégé)

escorter ensemble.
Étymologie: σύν, προπέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-προπέμπω Att. ook ξυμπροπέμπω [σύν, προπέμπω] mede escorteren, helpen uitgeleide te doen.

Russian (Dvoretsky)

συμπροπέμπω: совместно следовать (за кем-л.), вместе сопровождать, эскортировать (τινά Her., Thuc., Arph., Xen.).

Greek Monolingual

Α προπέμπω
1. προπέμπω κι εγώ, κατευοδώνω κάποιον μαζί με τους άλλους
2. μετέχω σε νεκρική πομπή
3. συνοδεύω κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», Θουκ.)
4. στέλνω μαζί εκ τών προτέρων («τοῦ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῦμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν υἱόν», Ωριγ.).

Greek Monotonic

συμπροπέμπω: μέλ. -ψω, συνοδεύω, ξεπροβοδίζω από κοινού, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· συμπροπέμπω τινὰ ναυσίν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.

Middle Liddell

fut. ψω
to join in escorting, Hdt., Ar., etc.; ς. τινὰ ναυσίν Thuc.