τρόπις: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=(ἡ) :<br /><i>gén.</i> τρόπεως (<i>ion.</i> [[τρόπιος]]) <i>ou</i> τρόπιδος<br /><b>1</b> quille <i>ou</i> carène d'un navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fondement, principe, commencement.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]]. | |btext=(ἡ) :<br /><i>gén.</i> τρόπεως (<i>ion.</i> [[τρόπιος]]) <i>ou</i> τρόπιδος<br /><b>1</b> quille <i>ou</i> carène d'un navire;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fondement, principe, commencement.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τρόπις -εως en Ion. -ιος, ἡ [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρόπις:''' εως, ион. ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[киль]] ([[νεός]] Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις [[θέσθαι]] Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;<br /><b class="num">2)</b> [[основа]], [[суть]] (τοῦ πράγματος Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρόπις:''' ἡ, [[τρόπιος]], αιτ. <i>τρόπιν</i> ([[τρέπω]]), [[καρίνα]] πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις [[θέσθαι]], [[βάζω]] την [[καρίνα]], σε Πλούτ.· και μεταφ., <i>λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρόπις''': ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· ([[τρέπω]])· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν [[νέος]] ἀμφιελίσσης [[ἐννῆμαρ]] φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = [[ναῦς]], [[πλοῖον]], Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. [[τροπιδεῖον]]· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν [[ἀρχήν]], Ἀριστοφ. Σφ. 30. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τρόπις]], ιος, ἡ, [[τρέπω]]<br />a [[ship]]'s [[keel]], Od., Hdt.; τρόπεις [[θέσθαι]] to lay the [[keel]], Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar. | |mdlsjtxt=[[τρόπις]], ιος, ἡ, [[τρέπω]]<br />a [[ship]]'s [[keel]], Od., Hdt.; τρόπεις [[θέσθαι]] to lay the [[keel]], Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:39, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, gen. τρόπεως Placit.2.4.15, Hdn.Epim.135; Ion. gen. τρόπιος Od. 19.278, Hdt.2.96; τρόπιδος EM811.21; dat. τρόπιδι A.R. 1.388; acc. τρόπιν Hippon.50, Orph.A.271: pl. τρόπεις, dat. τρόπισι D.C.48.38: (τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.; τ. νεός Od.7.252, 19.278; πλοίου τ. Arist.Metaph.1013a5; and poet. ship, S.Fr.143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph., λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30.
German (Pape)
[Seite 1152] ἡ, ep. gen. τρόπιος, später τρόπιδος, auch τρόπεως, der Schiffskiel; Od. 12, 421 u. öfter; auch τρόπις νεός, 7, 252. 19, 278; Her. 2, 96; Eur. Hel. 418; sp. D., wie Bass. 5 u. Antiphil. 1 (IX, 289. 415); Ap. Rh. 4, 1244; – das Schiff selbst, Soph. frg. 151; – τρόπεις θέσθαι, den Kiel legen, ein Schiff zu bauen anfangen, Plut. Demetr. 43; – übh. Grundlage, Anfang, λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 30. – Vgl. τροπιδεῖον.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
gén. τρόπεως (ion. τρόπιος) ou τρόπιδος
1 quille ou carène d'un navire;
2 p. ext. fondement, principe, commencement.
Étymologie: τρέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόπις -εως en Ion. -ιος, ἡ [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.
Russian (Dvoretsky)
τρόπις: εως, ион. ιος ἡ
1) киль (νεός Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις θέσθαι Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;
2) основа, суть (τοῦ πράγματος Arph.).
English (Autenrieth)
ιος: keel. (Od.) (See cut under δρύοχος.)
Greek Monolingual
-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α
βλ. τρόπιδα.
Greek Monotonic
τρόπις: ἡ, τρόπιος, αιτ. τρόπιν (τρέπω), καρίνα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις θέσθαι, βάζω την καρίνα, σε Πλούτ.· και μεταφ., λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρόπις: ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· (τρέπω)· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νέος ἀμφιελίσσης ἐννῆμαρ φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = ναῦς, πλοῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. τροπιδεῖον· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν ἀρχήν, Ἀριστοφ. Σφ. 30.
Middle Liddell
τρόπις, ιος, ἡ, τρέπω
a ship's keel, Od., Hdt.; τρόπεις θέσθαι to lay the keel, Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.