τρισάθλιος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α, ον :<br />trois fois malheureux, très malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄθλιος]].
|btext=α, ον :<br />trois fois malheureux, très malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄθλιος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρισάθλιος''': , -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[ἄθλιος]], [[πανάθλιος]], Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐσάθλιος:''' трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρισάθλιος:''' -α, -ον, [[πανάθλιος]], [[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''τρισάθλιος:''' -α, -ον, [[πανάθλιος]], [[τρεις]] φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐσάθλιος:''' трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.
|lstext='''τρισάθλιος''': -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς [[ἄθλιος]], [[πανάθλιος]], Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.
}}
{{elnl
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-άθλιος, η, ον<br />[[thrice]]-[[unhappy]], Soph., etc.
|mdlsjtxt=τρισ-άθλιος, η, ον<br />[[thrice]]-[[unhappy]], Soph., etc.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάθλιος Medium diacritics: τρισάθλιος Low diacritics: τρισάθλιος Capitals: ΤΡΙΣΑΘΛΙΟΣ
Transliteration A: trisáthlios Transliteration B: trisathlios Transliteration C: trisathlios Beta Code: trisa/qlios

English (LSJ)

α, ον, thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάθλιος: трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.

Greek Monotonic

τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

Middle Liddell

τρισ-άθλιος, η, ον
thrice-unhappy, Soph., etc.