τριχόβρως: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]]. | |btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui mange les poils ; [[οἱ]] τριχόβρωτες sorte de teignes, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]], [[βιβρώσκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐχόβρως:''' ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τρῐχόβρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει [[τρίχες]], ο [[τριχοφάγος]]· απ' όπου, τριχόβρωτες = [[σῆτες]] ή <i>θρῖπες</i>, [[σκόρος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρῐχόβρως''': -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· [[ἐντεῦθεν]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, [[ἔνθα]] ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar. | |mdlsjtxt=τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,<br />[[eating]] [[hair]]: [[hence]] τριχόβρωτες, = [[σῆτες]] or θρῖπες, moths, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.Ach.1111 (τριχοβρῶτες Poll.2.24; both accents admitted by Sch.Ar. l.c. (1110)).
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
qui mange les poils ; οἱ τριχόβρωτες sorte de teignes, insecte.
Étymologie: θρίξ, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχόβρως -ωτος [θρίξ, βιβρώσκω] haar-vretend (motten).
Russian (Dvoretsky)
τρῐχόβρως: ωτος и τρῐχοβρώς, ῶτος ὁ или ἡ шерстоед, т. е. моль Arph.
Greek Monolingual
-ωτος, ο, η, ΝΑ, και τριχοβρώς, -ῶτος, Α
αυτός που τρώει τις τρίχες
νεοελλ.
ιατρ. μεταδοτική πάθηση του τριχωτού της κεφαλής μικρών παιδιών οφειλόμενη σε παρασιτικό μύκητα
αρχ.
(κυρίως στον πληθ.) oἱ τριχόβρωτες και τριχοβρῶτες
οι σκόροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -βρώς (< βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. παιδο-βρώς].
Greek Monotonic
τρῐχόβρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που τρώει τρίχες, ο τριχοφάγος· απ' όπου, τριχόβρωτες = σῆτες ή θρῖπες, σκόρος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχόβρως: -ωτος, ἢ τρῐχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων τὰς τρίχας, τριχοφάγος· ἐντεῦθεν τριχόβρωτες, = σῆτες ἢ θρῖπες, «μόλιτσα», «βώτριδα», «σκόρος», ἀλλ’ οἱ τριχόβρωτες τοὺς λόφους μου κατέφαγον Ἀριστοφ. Ἀχ. 1111, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 24. - Ὁ Γ. Χατζιδάκις τονίζει τριχοβρὼς ὡς ὀρθότερον (Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 520).
Middle Liddell
τρῐχό-βρως, ωτος, ὁ, ἡ,
eating hair: hence τριχόβρωτες, = σῆτες or θρῖπες, moths, Ar.