διαπόνημα: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, exercice laborieux.<br />'''Étymologie:''' [[διαπονέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />travail pénible, exercice laborieux.<br />'''Étymologie:''' [[διαπονέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαπόνημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[труд]], [[работа]] (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;<br /><b class="num">2)</b> [[упражнение]] (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαπόνημα:''' -ατος, τό, σκληρή, επίπονη [[εργασία]], [[άσκηση]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''διαπόνημα:''' -ατος, τό, σκληρή, επίπονη [[εργασία]], [[άσκηση]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διαπόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαπονέω]]<br />[[hard]] [[labour]], [[exercise]], Plat. | |mdlsjtxt=[[διαπόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[διαπονέω]]<br />[[hard]] [[labour]], [[exercise]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A hard labour, exercise, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Pl.Lg.813d. II concrete, work, τὰ τῶν τεκτόνων δ. Id.Criti.114e; achievement, work done, βασιλέως Procop.Aed.2.7; thing achieved, reward of toil, Id.Goth.4.19.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I concr. obra de construcción πρὸς τοῖς ἄλλοις διαπονήμασιν Pl.Criti.118c, βασιλέως Ἰουστινιανοῦ δ. Procop.Aed.2.7.16, de carpintería τὰ τεκτόνων διαπονήματα Pl.Criti.114e.
II abstr.
1 ejercicio fís. τὰ περὶ τὸν πόλεμον ... διαπονήματα los ejercicios propios de la guerra Pl.Lg.813d.
2 trabajo διαπονήματα ... ἐνδελεχέστατα ἔχουσιν tienen trabajo ininterrumpido Procop.Aed.4.9.5, τοῦ μακροῦ χρόνου τὸ δ. Procop.Aed.4.3.7, τῆς γεωργίας διαπονήματα Procop.Aed.3.6.21.
3 sufrimiento αἱ ἀσθένειαι, ἢ ὡς ἑτέρως, τὰ διαπονήματα Ath.Al.M.27.104A, διαπονήματα ἡμῖν τοῦ πολέμου γεγενημένους habiendo llegado (ciertos pueblos) a representar para nosotros sufrimientos de guerra Procop.Goth.4.19.20.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
travail pénible, exercice laborieux.
Étymologie: διαπονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπόνημα -ατος, τό [διαπονέω] inspannend werk.
Russian (Dvoretsky)
διαπόνημα: ατος τό
1) труд, работа (τὰ τῶν τεκτώνων διαπονήματα Plat.).;
2) упражнение (τὰ περὶ τὸν πόλεμον διαπονήματα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διαπόνημα: τό, βαρεῖα ἐργασία, κόπος, ἄσκησις, τὰ περὶ τὸν πόλεμον δ. Πλάτ. Νόμ. 813D. II. διὰ πόνου ἐξειργασμένον, φιλοπόνημα, τὰ τῶν τεκτόνων δ. ὁ αὐτ. Κριτί. 114Ε, πρβλ. 118C.
Greek Monotonic
διαπόνημα: -ατος, τό, σκληρή, επίπονη εργασία, άσκηση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
διαπόνημα, ατος, τό, n [from διαπονέω
hard labour, exercise, Plat.