διάστερος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />constellé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀστήρ]].
|btext=ος, ον :<br />constellé.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀστήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=διάστερος -ον [διά, ἀστήρ] met sterren; overdr.: στεφάνη... λίθοις Ἰνδικαῖς διάστερος een krans bezaaid met Indische edelstenen Luc. 49.41.
}}
{{elru
|elrutext='''διάστερος:''' [[украшенный словно звездами]] (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διάστερος:''' -ον, [[κατάμεστος]] από αστέρια, καταστόλιστος, <i>δ.λίθοις</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''διάστερος:''' -ον, [[κατάμεστος]] από αστέρια, καταστόλιστος, <i>δ.λίθοις</i>, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=διάστερος -ον [διά, ἀστήρ] met sterren; overdr.: στεφάνη... λίθοις Ἰνδικαῖς διάστερος een krans bezaaid met Indische edelstenen Luc. 49.41.
}}
{{elru
|elrutext='''διάστερος:''' [[украшенный словно звездами]] (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-άστερος, ον <i>adj</i><br />starred, δ. λίθοις Luc.
|mdlsjtxt=δι-άστερος, ον <i>adj</i><br />starred, δ. λίθοις Luc.
}}
}}

Revision as of 23:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστερος Medium diacritics: διάστερος Low diacritics: διάστερος Capitals: ΔΙΑΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: diásteros Transliteration B: diasteros Transliteration C: diasteros Beta Code: dia/steros

English (LSJ)

ον, starred, jewelled, δ. λίθοις Luc.Am.41.

Spanish (DGE)

-ον
con estrellas metáf. στεφάνη ... λίθοις Ἰνδικοῖς δ. una corona adornada con piedras de la India a modo de estrellas Luc.Am.41.

German (Pape)

[Seite 603] gestirnt; στεφάνη λίθοις δ., mit Edelsteinen, wie mit Sternen geziert, Luc. Amor. 41.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
constellé.
Étymologie: διά, ἀστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστερος -ον [διά, ἀστήρ] met sterren; overdr.: στεφάνη... λίθοις Ἰνδικαῖς διάστερος een krans bezaaid met Indische edelstenen Luc. 49.41.

Russian (Dvoretsky)

διάστερος: украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διάστερος: -ον, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, δ. λίθος Λουκ. Ἔρωσ. 41.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος.

Greek Monotonic

διάστερος: -ον, κατάμεστος από αστέρια, καταστόλιστος, δ.λίθοις, σε Λουκ.

Middle Liddell

δι-άστερος, ον adj
starred, δ. λίθοις Luc.