Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δωδεκαταῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui vient <i>ou</i> se fait le 12ᵉ jour.<br />'''Étymologie:''' δωδεκάτη.
|btext=α, ον :<br />qui vient <i>ou</i> se fait le 12ᵉ jour.<br />'''Étymologie:''' δωδεκάτη.
}}
{{elnl
|elnltext=δωδεκαταῖος -α -ον, ook δυωδεκαταῖος [δωδέκατος] van twaalf dagen:; παῖδα δυωδεκαταῖον een kind van twaalf dagen Hes. Op. 751; pred. op de twaalfde dag:. δωδεκαταῖος … ἀνεβίω op de twaalfde dag kwam hij tot leven Plat. Resp. 614b.
}}
{{elru
|elrutext='''δωδεκαταῖος:''' [[приходящийся на двенадцатый день]]: δ. ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος Plat. возложенный двенадцать дней спустя на костер; δ. ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ [[ποτεῖδον]] Theocr. вот уже двенадцать дней как я его не видел.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δωδεκᾰταῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> που γίνεται τη δωδέκατη [[μέρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι [[δώδεκα]] ημερών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. (στον Επικ. τύπο <i>δυωδ-</i>).
|lsmtext='''δωδεκᾰταῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> που γίνεται τη δωδέκατη [[μέρα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι [[δώδεκα]] ημερών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. (στον Επικ. τύπο <i>δυωδ-</i>).
}}
{{elnl
|elnltext=δωδεκαταῖος -α -ον, ook δυωδεκαταῖος [δωδέκατος] van twaalf dagen:; παῖδα δυωδεκαταῖον een kind van twaalf dagen Hes. Op. 751; pred. op de twaalfde dag:. δωδεκαταῖος … ἀνεβίω op de twaalfde dag kwam hij tot leven Plat. Resp. 614b.
}}
{{elru
|elrutext='''δωδεκαταῖος:''' [[приходящийся на двенадцатый день]]: δ. ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος Plat. возложенный двенадцать дней спустя на костер; δ. ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ [[ποτεῖδον]] Theocr. вот уже двенадцать дней как я его не видел.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δωδεκᾰταῖος, η, ον<br /><b class="num">I.</b> on the [[twelfth]] day, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[twelve]] days old, Hes. (in epic [[form]] δυωδ-).
|mdlsjtxt=δωδεκᾰταῖος, η, ον<br /><b class="num">I.</b> on the [[twelfth]] day, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[twelve]] days old, Hes. (in epic [[form]] δυωδ-).
}}
}}

Revision as of 23:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰταῖος Medium diacritics: δωδεκαταῖος Low diacritics: δωδεκαταίος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΤΑΙΟΣ
Transliteration A: dōdekataîos Transliteration B: dōdekataios Transliteration C: dodekataios Beta Code: dwdekatai=os

English (LSJ)

α, ον, A on the twelfth day, in twelve days, δ. ἀνεβίω Pl. R.614b, cf. Thphr.HP7.1.3; δυωδεκαταῖος ἀφ' ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον Theoc.2.157. II twelve days old, Hes.Op.751 (in poet. form δυωδ-), Arist.HA567a5.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): δυω- Hes.Op.751
1 de doce días de edad παῖς Hes.l.c., περὶ δωδεκαταῖα ὄντα τὰ τέκνα Arist.HA 567a5.
2 en el duodécimo día, a los doce días ἐπειδὰν δὲ δ. ᾖ κεκαυμένος Hp.Morb.3.16, cf. Coac.381, Loc.Hom.14, Epid.4.11, δ. ἀνεβίω resucitó a los doce días Pl.R.614b, δ. ἀφ' ὧτέ νιν ... ποτεῖδον doce días han pasado desde que lo he visto Theoc.2.157, cf. 2.4, Plb.20.11.2, γήθυον δὲ (διαφύεται) δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον Thphr.HP 7.1.3.

German (Pape)

[Seite 694] α, ον, u. ep. δυωδ., Hes. O. 749, am zwölften Tage; ἀνεβίω Plat. Rep. X, 614 b; auch Folgde.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui vient ou se fait le 12ᵉ jour.
Étymologie: δωδεκάτη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκαταῖος -α -ον, ook δυωδεκαταῖος [δωδέκατος] van twaalf dagen:; παῖδα δυωδεκαταῖον een kind van twaalf dagen Hes. Op. 751; pred. op de twaalfde dag:. δωδεκαταῖος … ἀνεβίω op de twaalfde dag kwam hij tot leven Plat. Resp. 614b.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκαταῖος: приходящийся на двенадцатый день: δ. ἐπὶ τῇ πυρᾷ κείμενος Plat. возложенный двенадцать дней спустя на костер; δ. ἀφ᾽ ὧτέ νιν οὐδὲ ποτεῖδον Theocr. вот уже двенадцать дней как я его не видел.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκᾰταῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν δωδεκάτην ἡμέραν, δ. ἀνεβίω Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙ. δώδεκα ἡμερῶν ἡλικίαν ἔχων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 749 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ δυωδ-), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 12, 9.

Greek Monolingual

δωδεκαταῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται τη δωδέκατη μέρα
2. αυτός που έχει ηλικία δώδεκα ημερών.

Greek Monotonic

δωδεκᾰταῖος: -α, -ον,
I. που γίνεται τη δωδέκατη μέρα, σε Πλάτ.
II. αυτός που είναι δώδεκα ημερών (ηλικιακά), σε Ησίοδ. (στον Επικ. τύπο δυωδ-).

Middle Liddell

δωδεκᾰταῖος, η, ον
I. on the twelfth day, Plat.
II. twelve days old, Hes. (in epic form δυωδ-).