κορδακικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος.
|btext=ή, όν :<br /><i>seul. Cp.</i><br />qui concerne la danse [[κόρδαξ]], propre à cette danse;<br /><i>Cp.</i> κορδακικώτερος.
}}
{{elnl
|elnltext=κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.
}}
{{elru
|elrutext='''κορδᾱκικός:''' свойственный пляске [[κόρδαξ]] (ὁ [[τροχαῖος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορδᾱκικός:''' -ή, -όν, όπως ο [[χορός]] [[κόρδαξ]]· απ' όπου, [[ανάλαφρος]], [[πεταχτός]], τρεχαλητός, <i>ῥυθμὸς κ</i>., λέγεται για τα τροχαϊκά [[μέτρα]], σε Δημ.
|lsmtext='''κορδᾱκικός:''' -ή, -όν, όπως ο [[χορός]] [[κόρδαξ]]· απ' όπου, [[ανάλαφρος]], [[πεταχτός]], τρεχαλητός, <i>ῥυθμὸς κ</i>., λέγεται για τα τροχαϊκά [[μέτρα]], σε Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.
}}
{{elru
|elrutext='''κορδᾱκικός:''' свойственный пляске [[κόρδαξ]] (ὁ [[τροχαῖος]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορδᾱκικός, ή, όν<br />like the [[dance]] [[κόρδαξ]]; [[hence]], [[tripping]], [[running]], ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.
|mdlsjtxt=κορδᾱκικός, ή, όν<br />like the [[dance]] [[κόρδαξ]]; [[hence]], [[tripping]], [[running]], ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκικός Medium diacritics: κορδακικός Low diacritics: κορδακικός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kordakikós Transliteration B: kordakikos Transliteration C: kordakikos Beta Code: kordakiko/s

English (LSJ)

ή, όν, like the κόρδαξ: hence, of metrical sound, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.Rh. 1408b36 (Comp.), cf. Cic.Orat.57.193.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
seul. Cp.
qui concerne la danse κόρδαξ, propre à cette danse;
Cp. κορδακικώτερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορδακικός -ή -όν [κόρδαξ] als de kordax.

Russian (Dvoretsky)

κορδᾱκικός: свойственный пляске κόρδαξ (ὁ τροχαῖος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς τὴν ὄρχησιν κόρδακα· ὅθεν ἐπὶ μετρικοῦ ἤχου, τρέχων, ῥέων, ῥυθμὸς κ., ἐπὶ τροχαϊκῶν μέτρων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 4· πρβλ. Κικ. Orat. 57. 193, Κυϊντ. 9. 4. 88.

Greek Monolingual

κορδακικός, -ή, -όν (Α) κόρδαξ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόρδακα
2. (για τον τροχαϊκό ρυθμό και το τροχαϊκό μέτρο) αυτός που ρέει, που τρέχει («τὸν τροχαῖον κορδακικώτερον», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κορδᾱκικός: -ή, -όν, όπως ο χορός κόρδαξ· απ' όπου, ανάλαφρος, πεταχτός, τρεχαλητός, ῥυθμὸς κ., λέγεται για τα τροχαϊκά μέτρα, σε Δημ.

Middle Liddell

κορδᾱκικός, ή, όν
like the dance κόρδαξ; hence, tripping, running, ῥυθμὸς κ., of trochaic metres, Arist.