κοινώνημα: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1470.png Seite 1470]] τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κοινώνημα -τος, τό [κοινωνέω] sociale band; plur. sociale betrekkingen. verbindingspunt. Hp. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κοινώνημα:''' ατος τό (преимущ. pl.) (взаимо)отношение, общение, связь (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ [[κοινωνήματα]] Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κοινώνημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες [[μεταξύ]] των ανθρώπων, σε Πλάτ. | |lsmtext='''κοινώνημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες [[μεταξύ]] των ανθρώπων, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοινώνημα]], ατος, τό, [from [[κοινωνέω]]<br />in pl. acts of [[communion]], communications, [[dealings]] [[between]] man and man, Plat. | |mdlsjtxt=[[κοινώνημα]], ατος, τό, [from [[κοινωνέω]]<br />in pl. acts of [[communion]], communications, [[dealings]] [[between]] man and man, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:26, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is communicated: pl., acts of communion, communications, dealings between man and man, Pl.R.333a, Lg.738a, Arist.Pol.1280b17; κ. πρός τινα J.AJ16.7.3; πρὸς ἀλλήλους Plu.2.158c; ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. ib.951e: in sg., communication, λόγων Phld.Oec.p.46 J.; common enterprise, Id.Vit.p.33 J.; business partnership, Sammelb.5658.8. 2 point of junction, Hp.Epid.2.4.2. 3 connection, Nic.Dam.128 J.
German (Pape)
[Seite 1470] τό, Gemeinschaft, Mittheilung, Umgang, Verkehr, ξυμβόλαια δὲ λέγεις κοινωνήματα Plat. Rep. I, 333 a; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Legg. V, 738 a; Arist. pol. 3, 9 u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινώνημα -τος, τό [κοινωνέω] sociale band; plur. sociale betrekkingen. verbindingspunt. Hp.
Russian (Dvoretsky)
κοινώνημα: ατος τό (преимущ. pl.) (взаимо)отношение, общение, связь (πρὸς ἀλλήλους, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plut.): ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα Plat. деловые расчеты и (прочие) взаимоотношения.
Greek (Liddell-Scott)
κοινώνημα: τό, τὸ μεταδιδόμενον· ἐν τῷ πληθ., πράξεις κοινωνίας, συναλλαγαί, σχέσεις λήψεως καὶ δόσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, Πλάτ. Πολ. 333Α, Νόμ. 738Α, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 9, 10, κτλ.· κ. πρὸς ἀλλήλους Πλούτ. 2. 158D· ψυχροῦ καὶ θερμοῦ κ. αὐτόθι 951Ε.
Greek Monolingual
κοινώνημα, τὸ (Α) κοινωνώ
1. ανακοινωθέν, ανακοίνωση
2. γνωστοποίηση
3. κοινή επιχείρηση
4. πάπ. συνεταιρισμός για επιχείρηση
5. σημείο εφαρμογής
6. συνάφεια, σχέση
7. στον πληθ. τὰ κοινωνήματα
οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Greek Monotonic
κοινώνημα: -ατος, τό, στον πληθ., κοινωνικές πράξεις, συναλλαγές, δοσοληψίες μεταξύ των ανθρώπων, σε Πλάτ.
Middle Liddell
κοινώνημα, ατος, τό, [from κοινωνέω
in pl. acts of communion, communications, dealings between man and man, Plat.