πολεμοποιός: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui excite une guerre, auteur d'une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ποιέω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui excite une guerre, auteur d'une guerre.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολεμοποιός -όν [πόλεμος, ποιέω] oorlogszuchtig:. ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος de tiran voert ook een oorlogspolitiek Aristot. Pol. 1313b28. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολεμοποιός:''' [[возбуждающий войну]], [[разжигающий вражду]] ([[τύραννος]] Arst.; [[στάσις]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολεμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που ξεσηκώνει τον πόλεμο, σε Αριστ. | |lsmtext='''πολεμοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που ξεσηκώνει τον πόλεμο, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολεμο-[[ποιός]], όν [ποίεω]<br />[[engaging]] in war, Arist. | |mdlsjtxt=πολεμο-[[ποιός]], όν [ποίεω]<br />[[engaging]] in war, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, making war, bellicose, π. ὁ τύραννος Arist.Pol.1313b28, cf. Plu.2.321f, Jul. ad Ath. 281b, etc.; π. ἵπποι Them.Or.24.307b; διαβολή ib.22.277c.
German (Pape)
[Seite 654] Krieg, Feindseligkeiten erregend, auch verfeindend, zu Feinden machend; Arist. pol. 5, 11, Plut. Popl. 21 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui excite une guerre, auteur d'une guerre.
Étymologie: πόλεμος, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμοποιός -όν [πόλεμος, ποιέω] oorlogszuchtig:. ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος de tiran voert ook een oorlogspolitiek Aristot. Pol. 1313b28.
Russian (Dvoretsky)
πολεμοποιός: возбуждающий войну, разжигающий вражду (τύραννος Arst.; στάσις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πολεμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος αἴτιος πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.
Greek Monolingual
-όν, Α
1. αυτός που υποκινεί πόλεμο, αίτιος πολέμου («ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος», Αριστοτ.)
2. αυτός που διεγείρει έριδες («πολεμοποιὸς διαβολή», Θεμίστ.)
3. πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -ποιος].
Greek Monotonic
πολεμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ξεσηκώνει τον πόλεμο, σε Αριστ.