πρόρριζος: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />arraché avec la racine ; <i>adv.</i> • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; <i>fig.</i> arraché jusqu’à la racine <i>en parl. de pers., de races, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ῥίζα]]. | |btext=ος, ον :<br />arraché avec la racine ; <i>adv.</i> • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; <i>fig.</i> arraché jusqu’à la racine <i>en parl. de pers., de races, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ῥίζα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόρριζος:''' [[вырванный с корнем]] (ὡς ἐξερίπῃ [[δρῦς]] π. Hom.): τινὰ [[πρόρριζον]] ἀνατρέπειν Her. или ἐκτρίβειν Plut. уничтожать кого-л. окончательно. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ. | |lsmtext='''πρόρριζος:''' -ον ([[ῥίζα]]), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη [[ρίζα]] και τα κλαδιά, [[ολοκληρωτικός]], Λατ. [[radicitus]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν</i>, σε Ηρόδ.· <i>ἐκτρίβειν</i>, σε Ευρ.· [[πρόρριζος]] ἔφθαρται, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ῥίζα) by the roots, root and branch, utterly, θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32; κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86.δ; π. ἔφθαρται γένος S.El.765; [γένος] οἴχεται π. And.1.146; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812; δίφρων π. ἐκριφθείς S.El.512 (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην Ar.Ra.587: neut. πρόρριζον (as adverb) = with the roots, right from the roots, Arist.HA616a2 (prob.l.), Lyc.214.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
arraché avec la racine ; adv. • πρόρριζον ARSTT jusqu’à la racine ; fig. arraché jusqu’à la racine en parl. de pers., de races, etc.
Étymologie: πρό, ῥίζα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόρριζος -ον [πρό, ῥίζα] met wortel en al; overdr. volledig, totaal.
Russian (Dvoretsky)
πρόρριζος: вырванный с корнем (ὡς ἐξερίπῃ δρῦς π. Hom.): τινὰ πρόρριζον ἀνατρέπειν Her. или ἐκτρίβειν Plut. уничтожать кого-л. окончательно.
Greek (Liddell-Scott)
πρόρριζος: -ον, (ῥίζα), ἐκ τῆς ῥίζης, μετὰ τῆς ῥίζης, παντελῶς, ἄρδην, Λατ. radicitus, funditus, θάμνοι πρ. πίπτουσι Ἰλ. Λ. 157., Ξ. 415· οὕτω, πολλοὺς ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Ἡρόδ. 1. 32· ἐτελεύτησε πρ. ὁ αὐτ. 3. 40· Ζεύς σ’... πρ. ἐκτρίψειεν Εὐρ. Ἱππ. 684, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 86, 4· πρ. ἔφθαρται γένος Σοφ. Ἠλ. 765, πρβλ. Ἀνδοκ. 19. 7· δαιμόνων ἱδρύματα πρ. ἐξανέστραπται Αἰσχύλ. Πέρσ. 812· δίφρων πρ. ἐκριφθεὶς Σοφ. Ἠλ. 512· πρ. αὐτός... ἀπολοίμην Ἀριστοφ. Βάτρ. 587· ― οὐδ. πρόρριζον, ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 4, Λυκόφρ. 214. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρόρριζον· σὺν ταῖς ῥίζαις ἀνασπώμενον».
English (Autenrieth)
(ῥίζα): with the roots, ‘root and branch,’ Il. 11.157 and Il. 14.415.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόρριζος, -ον, ΝΑ
1. (για φυτά) αυτός που αποσπάστηκε μαζί με τη ρίζα του, σύρριζος
2. μτφ. αυτός που εκδιώχθηκε ολοκληρωτικά από κάπου (α. «ο μικρασιατικός ελληνισμός πρόρριζος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του» β. «Ζεύς σε... πρόρριζον ἐκτρίψειεν», Ευρ.)
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πρόρριζον
άρδην, παντελώς.
επίρρ...
πρόρριζα Ν
1. με όλες τις ρίζες, σύρριζα
2. μτφ. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ρριζος (< ῥίζα)].
Greek Monotonic
πρόρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που προέρχεται από τις ρίζες, από τη ρίζα και τα κλαδιά, ολοκληρωτικός, Λατ. radicitus, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν, σε Ηρόδ.· ἐκτρίβειν, σε Ευρ.· πρόρριζος ἔφθαρται, σε Σοφ.
Middle Liddell
πρόρ-ριζος, ον, ῥίζα
by the roots, root and branch, utterly, Lat. radicitus, Il.; πρόρριζόν τινα ἀνατρέπειν Hdt.; ἐκτρίβειν Eur.; πρόρριζος ἔφθαρται Soph.