τροφόεις: Difference between revisions

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]].
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]].
}}
{{elnl
|elnltext=τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.
}}
{{elru
|elrutext='''τροφόεις:''' όεσσα, όεν [[τρέφω]] большой, огромный (κύματα Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τροφόεις:''' -εσσα, -εν ([[τρέφω]]), [[καλά]] θρεμμένος, [[ευτραφής]]· απ' όπου, [[μεγάλος]], [[πελώριος]], λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τροφόεις:''' -εσσα, -εν ([[τρέφω]]), [[καλά]] θρεμμένος, [[ευτραφής]]· απ' όπου, [[μεγάλος]], [[πελώριος]], λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.
}}
{{elru
|elrutext='''τροφόεις:''' όεσσα, όεν [[τρέφω]] большой, огромный (κύματα Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τροφόεις]], εσσα, εν [[τρέφω]]<br />well-fed: [[hence]] [[large]], big, of waves, Hom.
|mdlsjtxt=[[τροφόεις]], εσσα, εν [[τρέφω]]<br />well-fed: [[hence]] [[large]], big, of waves, Hom.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφόεις Medium diacritics: τροφόεις Low diacritics: τροφόεις Capitals: ΤΡΟΦΟΕΙΣ
Transliteration A: trophóeis Transliteration B: trophoeis Transliteration C: trofoeis Beta Code: trofo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (τρέφω) well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. τρόφις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροφόεις -εσσα -εν [τρέφω] gezwollen:. κύματα τροφόεντα gezwollen golven Il. 15.621.

Russian (Dvoretsky)

τροφόεις: όεσσα, όεν τρέφω большой, огромный (κύματα Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: big, swollen; κύματα τροφόεντα (v.l. τροφέοντο, ‘were swelling’), Od. 3.290†.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

τροφόεις: -εσσα, -εν (τρέφω), καλά θρεμμένος, ευτραφής· απ' όπου, μεγάλος, πελώριος, λέγεται για κύματα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τροφόεις, εσσα, εν τρέφω
well-fed: hence large, big, of waves, Hom.