σύμφρουρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symfrouros | |Transliteration C=symfrouros | ||
|Beta Code=su/mfrouros | |Beta Code=su/mfrouros | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[watching with]], [[μέλαθρον]] ξύμφρουρον ἐμοί the chamber [[that keeps watch with]] me, i.e. [[in which I lie sleepless]], S.Ph. 1453 (anap.).<br><span class="bld">II</span> Thess. [[σύμφρουρος]], [[ὁ]], [[joint]]-[[φρουρός]], Ἀρχ. Ἐφ. 1911.124 (Gonni); also [[σύμπρουρος]], IG9(2).1058 (pl., Mopsium). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=σύμφρουρος -ον, Att. ook ξύμφρουρος [σύν, φρουρά] samen (met... ) wacht houdend, met dat. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 07:29, 3 October 2022
English (LSJ)
ον,
A watching with, μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί the chamber that keeps watch with me, i.e. in which I lie sleepless, S.Ph. 1453 (anap.).
II Thess. σύμφρουρος, ὁ, joint-φρουρός, Ἀρχ. Ἐφ. 1911.124 (Gonni); also σύμπρουρος, IG9(2).1058 (pl., Mopsium).
German (Pape)
[Seite 993] mit oder zugleich wachend, übertr., ὦ μέλαθρον ξύμφρουρον ἐμοί, Soph. Phil. 1439, wohl = das bei, mit mir aushält.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui veille avec, compagnon ou témoin de, τινι.
Étymologie: σύν, φρουρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφρουρος -ον, Att. ook ξύμφρουρος [σύν, φρουρά] samen (met... ) wacht houdend, met dat.
Russian (Dvoretsky)
σύμφρουρος: вместе стоящий на страже, т. е. служивший убежищем (μέλαθρον ξύμφρουρόν τινι Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμφρουρος: -ον, ὁ φρουρῶν μετά τινος, χαῖρ’ ὦ μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί, χαῖρε, ὦ κατοικία μου, ἡ διελθοῦσα πολλὰς ἀγρύπνους μετ’ ἐμοῦ νύκτας, Σοφ. Φιλ. 1453.
Greek Monolingual
και σε επιγρ. σύμπρουρος, ὁ, Α
αυτός που φρουρεί μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φρουρός].
Greek Monotonic
σύμφρουρος: -ον (φρουρά), αυτός που φρουρεί από κοινού, μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί, το δωμάτιό μου, που φυλάει σκοπιά μαζί μου, δηλ. στο οποίο παραμένω ξάγρυπνος, σε Σοφ.
Middle Liddell
σύμ-φρουρος, ον, φρουρά
watching with, μέλαθρον σύμφρουρον ἐμοί the chamber that keeps watch with me, i. e. in which I lie sleepless, Soph.