γαμέτης: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />époux, mari.<br />'''Étymologie:''' [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκοίτης]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />époux, mari.<br />'''Étymologie:''' [[γαμέω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀκοίτης]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[γαμέτης]] -ου, ὁ [[γαμέω]] Dor. gen. sing. -έτα, getrouwde man, echtgenoot. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γᾰμέτης:''' ου, дор. α ὁ муж, супруг Aesch., Eur., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γᾰμέτης:''' -ου, ὁ ([[γαμέω]]), [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. <i>γαμέτα</i>, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, <i>-ιδος</i>, η [[σύζυγος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''γᾰμέτης:''' -ου, ὁ ([[γαμέω]]), [[σύζυγος]], [[σύντροφος]], σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. <i>γαμέτα</i>, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, <i>-ιδος</i>, η [[σύζυγος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[γαμέω]]<br />a [[husband]], [[spouse]], Aesch., Eur.; doric gen. γαμέτα, Eur. | |mdlsjtxt=[[γαμέω]]<br />a [[husband]], [[spouse]], Aesch., Eur.; doric gen. γαμέτα, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, husband, spouse, A.Pr.897 (lyr.), E.Tr.311 (lyr.), Euph.107.3; poet. word used by X.Cyr.4.6.3, and late, PLond.5.1711.53 (vi A. D.); Dor. gen. γαμέτα E.Supp.998 (lyr.):— fem. γᾰμέτις, ιδος, a wife, dub. in AP5.179 (Mel.), cf. IPE2.298.10 (Panticapaeum).
Spanish (DGE)
(γᾰμέτης) -ου, ὁ
• Alolema(s): dór. γαμέτας A.Pr.897, E.Supp.998, Tr.311, Call.Fr.228.12
1 esposo, marido A.l.c., E.ll.cc., X.Cyr.4.6.3, Call.l.c., Euph.133.3, Plu.Cat.Ma.20, PNess.18.17 (VI a.C.), PLond.1711.53 (VI d.C.).
2 de anim. el macho, Ael.VH 3.42, NA 2.10.
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, Gatte, Aesch. Prom. 897; Eur. Tr. 312 u. öfter; Prosa, Xen. Cyr. 4, 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux, mari.
Étymologie: γαμέω.
Syn. ἀκοίτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμέτης -ου, ὁ γαμέω Dor. gen. sing. -έτα, getrouwde man, echtgenoot.
Russian (Dvoretsky)
γᾰμέτης: ου, дор. α ὁ муж, супруг Aesch., Eur., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰμέτης: -ου, ὁ, ἀνήρ, σύζυγος, Αἰσχύλ. Πρ. 896. Εὐρ. Τρῳ. 312· ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Ξενοφ. Κύρ. 4. 6, 3· Δωρ. γεν. γαμέτα, Εὐρ. Ἱκέτ. 998·― θηλ. γᾰμέτις, ιδος, σύζυγος, Ἀνθ. Π. 5. 180.
Greek Monolingual
ο (Α γαμέτης, ο, θηλ. γαμέτις, -ιδος, η)
νεοελλ.
βιολ. καθένα από τα ειδικά κύτταρα με τη συγχώνευση τών οποίων επιτελείται η αμφιγονική αναπαραγωγή τών ζώντων οργανισμών (γονιμοποίηση)
αρχ.
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. γαμέτης < γαμετή
γαμέτις < γαμέτης.
Greek Monotonic
γᾰμέτης: -ου, ὁ (γαμέω), σύζυγος, σύντροφος, σε Αισχύλ., Ευρ.· Δωρ. γεν. γαμέτα, στον ίδ.· θηλ. γᾰμέτις, -ιδος, η σύζυγος, σε Ανθ.
Middle Liddell
γαμέω
a husband, spouse, Aesch., Eur.; doric gen. γαμέτα, Eur.