κοινογονία: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1468.png Seite 1468]] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz [[ἰδιογονία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1468.png Seite 1468]] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz [[ἰδιογονία]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινογονία:''' ἡ [[смешивание разных пород]], [[скрещивание]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινογονία]], ἡ (Α)<br />η [[γονιμοποίηση]] με [[μίξη]] δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γονία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), [[πρβλ]]. [[αγαθογονία]], [[αρχαιογονία]]].
|mltxt=[[κοινογονία]], ἡ (Α)<br />η [[γονιμοποίηση]] με [[μίξη]] δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γονία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>γονος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γόνος]]), [[πρβλ]]. [[αγαθογονία]], [[αρχαιογονία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινογονία:''' ἡ [[смешивание разных пород]], [[скрещивание]] Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.
}}
}}

Revision as of 11:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινογονία Medium diacritics: κοινογονία Low diacritics: κοινογονία Capitals: ΚΟΙΝΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: koinogonía Transliteration B: koinogonia Transliteration C: koinogonia Beta Code: koinogoni/a

English (LSJ)

ἡ, mixing of breeds, opp. ἰδιογονία, ib.d.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογονία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.

Russian (Dvoretsky)

κοινογονία:смешивание разных пород, скрещивание Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογονία: ἡ, ἡ διὰ τῆς μίξεως κοινὴ γονιμοποίησις δύο διαφόρων γενῶν, οἷον τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνου, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογονία, Πλάτ. Πολιτ. 265D.

Greek Monolingual

κοινογονία, ἡ (Α)
η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γονία (< -γονος < γόνος), πρβλ. αγαθογονία, αρχαιογονία].