δρακοντώδης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />de la nature du serpent.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />de la nature du serpent.<br />'''Étymologie:''' [[δράκων]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''δρακοντώδης:''' [[змееподобный]] (κόραι = Ἐρινύες Eur.; [[τύραννος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δρᾰκοντώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με δράκο, [[ίδιος]] με [[φίδι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δρᾰκοντώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με δράκο, [[ίδιος]] με [[φίδι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δρακοντώδης:''' [[змееподобный]] (κόραι = Ἐρινύες Eur.; [[τύραννος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δρᾰκοντ-ώδης, ες <i>adj</i> [[εἶδος]]<br />[[snake]]-like, Eur.
|mdlsjtxt=δρᾰκοντ-ώδης, ες <i>adj</i> [[εἶδος]]<br />[[snake]]-like, Eur.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκοντώδης Medium diacritics: δρακοντώδης Low diacritics: δρακοντώδης Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΩΔΗΣ
Transliteration A: drakontṓdēs Transliteration B: drakontōdēs Transliteration C: drakontodis Beta Code: drakontw/dhs

English (LSJ)

ες, = δρακοντοειδής, κόραι, τύραννος, E. Or.256, Plu.2.551e; vermiform, κάθισμα, worm of a still, Zos.Alch.p.224 B.

Spanish (DGE)

(δρᾰκοντώδης) -ες
1 con forma de dragón o serpiente κόραι de las Erinis, E.Or.256, τύραννος de Cécrope, Plu.2.551e, κάθισμα de cierto aparato, Zos.Alch.Comm.Gen.2.1, ψέλλια Hsch.s.u. ὄφεις
fig. demoniaco κἂν γάρ τις δ. τὴν προαίρεσιν, τάρταρος ἡτοίμασται Basil.M.30.824A.
2 neutr. adv. a la manera de las serpientes ὀφθαλμοὶ ... δρακοντῶδες ... ἀτενίζοντες Gr.Nyss.Beat.156.1, cf. Pall.V.Chrys.6.125.

German (Pape)

[Seite 664] ες, Drachen ähnlich; κόραι, die Erinyen, wegen ihres Schlangenhaares, Eur. Or. 249; καὶ ἄγριος ταραννος Plut. dc sera N. V. 6; – ψέλια, Armbänder, s. δράκων.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
de la nature du serpent.
Étymologie: δράκων, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

δρακοντώδης: змееподобный (κόραι = Ἐρινύες Eur.; τύραννος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκοντώδης: -ες, = δρακοντοειδής, Εὐρ. Ὀρ. 256, Πλούτ. 2. 551Ε.

Greek Monolingual

δρακοντώδης, -ες (AM)
δρακοντοειδής
μσν.
1. αυτός που ανήκει σε δράκοντα
2. άγριος, άσχημος.

Greek Monotonic

δρᾰκοντώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με δράκο, ίδιος με φίδι, σε Ευρ.

Middle Liddell

δρᾰκοντ-ώδης, ες adj εἶδος
snake-like, Eur.