εἰκόνισμα: Difference between revisions
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰκόνισμα:''' ατος τό Anth. = [[εἰκών]] 1. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κόνισμα]], το (AM [[εἰκόνισμα]], Μ και εἰκόνισμαν)<br />η έγχρωμη [[απεικόνιση]] άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε [[ξύλο]] ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχω [[κόνισμα]]» — τον [[αγαπώ]] και τον [[σέβομαι]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προσωπογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εικόνα]] ή [[άγαλμα]]. | |mltxt=και [[κόνισμα]], το (AM [[εἰκόνισμα]], Μ και εἰκόνισμαν)<br />η έγχρωμη [[απεικόνιση]] άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε [[ξύλο]] ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τον έχω [[κόνισμα]]» — τον [[αγαπώ]] και τον [[σέβομαι]] [[πάρα]] πολύ<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[προσωπογραφία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εικόνα]] ή [[άγαλμα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:03, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, image, λιθουργές S.Fr.573, cf. AP13.6 (Phal.), Porph.Sent.43, Plot.1.4.10; portrait, Herod.4.38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 imagen, estatua λιθουργὲς εἰ. Trag.Adesp.700.3, τὸ ... εἰ. τοῦ κωμῳδογέλωτος AP 13.6 (Phal.)
•retrato βλέψας ἐς τοῦτο τὸ εἰ. μὴ ἐτύμης δείσθω fijándose en este retrato no necesitará la auténtica Herod.4.38.
2 en la esfera mental imagen τοῦ νοῦ εἰκονίσματα Plot.1.4.10, hablando de la fantasía, Porph.Sent.43.
German (Pape)
[Seite 726] τό, das Abbild, Phalaec. 2 (XIII, 6).
Russian (Dvoretsky)
εἰκόνισμα: ατος τό Anth. = εἰκών 1.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκόνισμα: τό, ἀπεικόνισμα, Ἀνθ. Π. 13. 6, Πορφύρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 780.
Greek Monolingual
και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν)
η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων της Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς
νεοελλ.
φρ. «τον έχω κόνισμα» — τον αγαπώ και τον σέβομαι πάρα πολύ
αρχ.-μσν.
προσωπογραφία
αρχ.
εικόνα ή άγαλμα.