εὐθεράπευτος: Difference between revisions

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on gagne aisément par de bons soins.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θεραπεύω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on gagne aisément par de bons soins.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θεραπεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθεράπευτος:''' легко привлекаемый на чью-л. сторону, малотребовательный, покладистый ([[ἄνδρες]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που αποκτιέται εύκολα μέσω καλού τρόπου ή περιποίησης, φροντίδων, σε Ξεν.
|lsmtext='''εὐθεράπευτος:''' -ον ([[θεραπεύω]]), αυτός που αποκτιέται εύκολα μέσω καλού τρόπου ή περιποίησης, φροντίδων, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθεράπευτος:''' легко привлекаемый на чью-л. сторону, малотребовательный, покладистый ([[ἄνδρες]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-θεράπευτος, ον [[θεραπεύω]]<br />[[easily]] won by [[kindness]] or [[attention]], Xen.
|mdlsjtxt=εὐ-θεράπευτος, ον [[θεραπεύω]]<br />[[easily]] won by [[kindness]] or [[attention]], Xen.
}}
}}

Revision as of 13:11, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθερᾰπευτος Medium diacritics: εὐθεράπευτος Low diacritics: ευθεράπευτος Capitals: ΕΥΘΕΡΑΠΕΥΤΟΣ
Transliteration A: eutherápeutos Transliteration B: eutherapeutos Transliteration C: eftherapeftos Beta Code: eu)qera/peutos

English (LSJ)

ον, A easy to cure, Hp. Coac.501 (Comp.), Thphr. HP9.16.6, etc.: Comp., Phld. D.1.24. 2 easy to help or remedy, D.C.38.24. II easily won by kindness or attention, X. Cyr.2.2.10.

German (Pape)

[Seite 1068] leicht zu bedienen, zu behandeln, von Pflanzen, Theophr.; leicht zu heilen, id.; dem leicht abzuhelfen ist, Sp., wie D. Cass. 38, 24. – Bei Xen. Cyr. 2, 2, 10, wo folgt ὥστε εἶναι αὐτῶν καὶ μικρῷ ὄψῳ παμπόλλους φίλους ἀνακτήσασθαι, = durch diese leicht zu gewinnen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on gagne aisément par de bons soins.
Étymologie: εὖ, θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

εὐθεράπευτος: легко привлекаемый на чью-л. сторону, малотребовательный, покладистый (ἄνδρες Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεράπευτος: -ον, εὐκόλως θεραπευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6, κτλ.· εὐκόλως βοηθούμενος, Δίων. Κ. 38. 24. ΙΙ. ὃν εὐκόλως κτᾶταί τις δι’ εὐμενοῦς τρόπου καὶ περιποιήσεων, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος
αρχ.
1. αυτός που βοηθιέται εύκολα
2. αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω.

Greek Monotonic

εὐθεράπευτος: -ον (θεραπεύω), αυτός που αποκτιέται εύκολα μέσω καλού τρόπου ή περιποίησης, φροντίδων, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὐ-θεράπευτος, ον θεραπεύω
easily won by kindness or attention, Xen.