εὔπλοος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
|btext=οος, οον;<br />qui navigue heureusement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλοος:''' стяж. [[εὔπλους]] 2 благоприятный для мореходов ([[ὅρμος]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλοος:''' -ον ([[πλέω]]), [[καλός]] για ιστιοπλοΐα, [[ευνοϊκός]] στο [[ταξίδι]], <i>εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο</i>, [[μακάρι]] να φθάσει σε φιλικό [[λιμάνι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''εὔπλοος:''' -ον ([[πλέω]]), [[καλός]] για ιστιοπλοΐα, [[ευνοϊκός]] στο [[ταξίδι]], <i>εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο</i>, [[μακάρι]] να φθάσει σε φιλικό [[λιμάνι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπλοος:''' стяж. [[εὔπλους]] 2 благоприятный для мореходов ([[ὅρμος]] Theocr.).
}}
}}

Revision as of 13:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλοος Medium diacritics: εὔπλοος Low diacritics: εύπλοος Capitals: ΕΥΠΛΟΟΣ
Transliteration A: eúploos Transliteration B: euploos Transliteration C: eyploos Beta Code: eu)/ploos

English (LSJ)

ον, contr. εὔπλους, ουν, (πλέω) A good for sailing, fair, seaworthy, εὔ. πλόος, = εὔπλοια, Erinn.1. II of a person, having a fair voyage, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. BGU665 ii 7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1089] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, πλόος Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue heureusement.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Russian (Dvoretsky)

εὔπλοος: стяж. εὔπλους 2 благоприятный для мореходов (ὅρμος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, (πλέω) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. πλόος, = εὔπλοια, Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, εἴθε νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπλοος), Θεόκρ. 7. 62.

Greek Monotonic

εὔπλοος: -ον (πλέω), καλός για ιστιοπλοΐα, ευνοϊκός στο ταξίδι, εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, μακάρι να φθάσει σε φιλικό λιμάνι, σε Θεόκρ.