εὔπλεκτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />bien tressé ; [[εὔπλεκτος]] [[δίφρος]] IL char dont les côtés sont en osier bien tressé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέκω]]. | |btext=ος, ον :<br />bien tressé ; [[εὔπλεκτος]] [[δίφρος]] IL char dont les côtés sont en osier bien tressé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλέκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔπλεκτος:''' эп. ἐΰπλεκτος 2 хорошо сплетенный, красиво свитый ([[σειρή]], [[δίφρος]] Hom.; ἄρκυες Eur.; [[κόμη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔπλεκτος:''' Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον ([[πλέκω]]), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την [[καλαθοπλεκτική]] [[τέχνη]] και για τα [[σχοινιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ. | |lsmtext='''εὔπλεκτος:''' Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον ([[πλέκω]]), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την [[καλαθοπλεκτική]] [[τέχνη]] και για τα [[σχοινιά]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πλέκω]]<br />well-[[plaited]], well-[[twisted]], of [[wicker]]-[[work]] and ropes, Il.; of nets, Eur. | |mdlsjtxt=[[πλέκω]]<br />well-[[plaited]], well-[[twisted]], of [[wicker]]-[[work]] and ropes, Il.; of nets, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἐΰπλ-, ον, also η, ον Nonn.D.13.200 (cj. for ἀπλ-): (πλέκω):—well-plaited, well-twisted, σειράς τ' εὐπλέκτους Il.23.115; ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ a chariot with sides of wicker or basket-work, ib. 335; of nets, E.Ba.870 (lyr.); of hair, AP5.286.6 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1089] ep. ἐΰπλεκτος, dasselbe, σειραί, gut gedrehte Stricke, Il. 23, 115; δίφρος (denn die Seitenwände des Wagenstuhls bestanden aus Flechtwerk), Il. 23, 335; ἄρκυες Eur. Bacch. 870; sp. D., κόμη Agath. 21 (V, 287); ἐϋπλέκτῃσι κόμαις Nonn. D. 13, 200.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien tressé ; εὔπλεκτος δίφρος IL char dont les côtés sont en osier bien tressé.
Étymologie: εὖ, πλέκω.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλεκτος: эп. ἐΰπλεκτος 2 хорошо сплетенный, красиво свитый (σειρή, δίφρος Hom.; ἄρκυες Eur.; κόμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλεκτος: Ἐπικ. ἐΰπλεκτος, ον, ὡσαύτως, -η, -ον, Νόνν. Δ. 13. 200· (πλέκω): ― καλῶς πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, σειράς τ’ εὐπλέκτους Ἰλ. Ψ. 115· ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ, ἐντὸς ἅρματος ἔχοντος τὰς πλευρὰς πλεκτὰς ὡς τὰ καλάθια, αὐτόθι 335· οὕτω, δίφροι ἐϋπλεκέες αὐτόθι 436, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 306, 370· ἀκολούθως ἐπὶ δικτύων, Εὐρ. Βάκχ. 870· ἐπὶ κόμης, Ἀνθ. Π. 5. 287.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπλεκτος, -ον και ιων. και επικ. τ. ἐΰπλεκτος, -ον)
1. καλοπλεγμένος, καλόπλεχτος
2. (για άρμα) αυτό που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες («ἐϋπλέκτῳ ἐνὶ δίφρῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκτός.
Greek Monotonic
εὔπλεκτος: Επικ. ἐΰ-πλ-, -ον (πλέκω), καλοπλεγμένος, καλοστριμμένος, λέγεται για την καλαθοπλεκτική τέχνη και για τα σχοινιά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δίχτυα, σε Ευρ.
Middle Liddell
πλέκω
well-plaited, well-twisted, of wicker-work and ropes, Il.; of nets, Eur.