θυμοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ronge (<i>propr.</i> qui dévore) le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ος, ον :<br />qui ronge (<i>propr.</i> qui dévore) le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βιβρώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοβόρος:''' [[терзающий душу]], [[гложущий]], [[гнетущий]] ([[ἔρις]] Hom.; [[λύπη]] Aesch.; ζήλου [[κέντρον]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμοβόρος:''' -ον, (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει την [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''θῡμοβόρος:''' -ον, (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει την [[καρδιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμοβόρος:''' [[терзающий душу]], [[гложущий]], [[гнетущий]] ([[ἔρις]] Hom.; [[λύπη]] Aesch.; ζήλου [[κέντρον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμο-βόρος, ον [[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] the [[heart]], Il.
|mdlsjtxt=θῡμο-βόρος, ον [[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] the [[heart]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοβόρος Medium diacritics: θυμοβόρος Low diacritics: θυμοβόρος Capitals: ΘΥΜΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: thymobóros Transliteration B: thymoboros Transliteration C: thymovoros Beta Code: qumobo/ros

English (LSJ)

ον, (βιβρώσκω, βορά) eating the heart, θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58, al.; λύα Alc.Supp.23.10; Κῆρες A.R.4.1666; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag.103 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1223] herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν θυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ronge (propr. qui dévore) le cœur.
Étymologie: θυμός, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

θῡμοβόρος: терзающий душу, гложущий, гнетущий (ἔρις Hom.; λύπη Aesch.; ζήλου κέντρον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβόρος: -ον, (βιβρώσκω, βορὰ) καταβιβρώσκων τὴν καρδίαν, θυμοβόρῳ ἔριδι Ἰλ. Τ. 58, κ. ἀλλ.: - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103 χωρίου, τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης, ἴδε ἐν λ. θυμοφθόρος.

English (Autenrieth)

(βιβρώσκω): heartgnawing, ἔρις. (Il.)

Greek Monolingual

-ο (Α θυμοβόρος, -ον)
αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην.
β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος, σαρκοβόρος).

Greek Monotonic

θῡμοβόρος: -ον, (βι-βρώσκω), αυτός που τρώει την καρδιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θῡμο-βόρος, ον βιβρώσκω
eating the heart, Il.