κάθεσις: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] ἡ, das Herablassen ([[καθίημι]]), Arist. meteorl. 2, 2 u. Sp. – Nach Hesych. auch [[οἴκησις]], das sich Niederlassen (von [[καθέζομαι]]); δράματος, Aufführung, Schol. Ar. Ran. 1060 u. Lys. 1096.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] ἡ, das Herablassen ([[καθίημι]]), Arist. meteorl. 2, 2 u. Sp. – Nach Hesych. auch [[οἴκησις]], das sich Niederlassen (von [[καθέζομαι]]); δράματος, Aufführung, Schol. Ar. Ran. 1060 u. Lys. 1096.
}}
{{elru
|elrutext='''κάθεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[опускание]], [[спуск]] ([[μέχρι]] τοῦ μέσου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[отпускание]], [[отращивание]] (τῆς [[κόμης]] Diog. L.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάθεσις]], ἡ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[φορά]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάθοδος]], [[κατάβαση]] («[[κατάβασις]] νέφους εἰς τοὺς [[κάτω]] τόπους», Επίκ.)<br /><b>2.</b> [[άφεση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέβασμα]], [[πτώση]] («[[κάθεσις]] τῆς [[κόμης]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> [[παρουσίαση]] δράματος στη [[σκηνή]], [[διδασκαλία]] δράματος<br /><b>4.</b> [[αλλοίωση]], [[εκφυλισμός]].
|mltxt=[[κάθεσις]], ἡ (Α) [[καθίημι]]<br /><b>1.</b> [[φορά]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κάθοδος]], [[κατάβαση]] («[[κατάβασις]] νέφους εἰς τοὺς [[κάτω]] τόπους», Επίκ.)<br /><b>2.</b> [[άφεση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[κατέβασμα]], [[πτώση]] («[[κάθεσις]] τῆς [[κόμης]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>3.</b> [[παρουσίαση]] δράματος στη [[σκηνή]], [[διδασκαλία]] δράματος<br /><b>4.</b> [[αλλοίωση]], [[εκφυλισμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κάθεσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[опускание]], [[спуск]] ([[μέχρι]] τοῦ μέσου Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[отпускание]], [[отращивание]] (τῆς [[κόμης]] Diog. L.).
}}
}}

Revision as of 13:33, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθεσις Medium diacritics: κάθεσις Low diacritics: κάθεσις Capitals: ΚΑΘΕΣΙΣ
Transliteration A: káthesis Transliteration B: kathesis Transliteration C: kathesis Beta Code: ka/qesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (καθίημι) A letting down, τῆς κόμης D.L.1.109; of a diving-bell, Arist.Pr.960b33. 2 production of a play, Sch.Ar. V.1317, prob. in Sch.Ra.1060, Sch.Lys.1096. 3 insertion, τοῦ αὐλίσκου Ruf.Ren.Ves.7; of a finger, Antyll. ap. Orib.44.23.1; of a lancet, Orib.7.5.12. II (from Pass.) descent, Arist.Mete.356a11; κ. νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους Epicur.Ep.2p.47U.

German (Pape)

[Seite 1283] ἡ, das Herablassen (καθίημι), Arist. meteorl. 2, 2 u. Sp. – Nach Hesych. auch οἴκησις, das sich Niederlassen (von καθέζομαι); δράματος, Aufführung, Schol. Ar. Ran. 1060 u. Lys. 1096.

Russian (Dvoretsky)

κάθεσις: εως ἡ
1) опускание, спуск (μέχρι τοῦ μέσου Arst.);
2) отпускание, отращивание (τῆς κόμης Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

κάθεσις: -εως, ἡ, (καθίημι) τὸ ἀφιέναι πρὸς τὰ κάτω, καταβίβασις, τῆς κόμης Διογ. Λ. 1. 109. 2) ἡ παρουσίασις δραμάτων ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1060. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) κατάβασις, κάθοδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 22, Προβλ. 32. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κάθεσιν· καταγωγήν, οἴκησιν».

Greek Monolingual

κάθεσις, ἡ (Α) καθίημι
1. φορά προς τα κάτω, κάθοδος, κατάβασηκατάβασις νέφους εἰς τοὺς κάτω τόπους», Επίκ.)
2. άφεση προς τα κάτω, κατέβασμα, πτώσηκάθεσις τῆς κόμης», Διογ. Λαέρ.)
3. παρουσίαση δράματος στη σκηνή, διδασκαλία δράματος
4. αλλοίωση, εκφυλισμός.