θερμουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui agit d'une manière chaleureuse, résolue, hardie.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[ἔργον]].
|btext=ός, όν :<br />qui agit d'une manière chaleureuse, résolue, hardie.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''θερμουργός:''' пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ.
|lsmtext='''θερμουργός:''' -όν (*[[ἔργον]]), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, [[θερμοκέφαλος]], σε Ξεν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θερμουργός:''' пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θερμ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />doing hot and [[hasty]] acts, [[reckless]], Xen., Luc.
|mdlsjtxt=θερμ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />doing hot and [[hasty]] acts, [[reckless]], Xen., Luc.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμουργός Medium diacritics: θερμουργός Low diacritics: θερμουργός Capitals: ΘΕΡΜΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thermourgós Transliteration B: thermourgos Transliteration C: thermourgos Beta Code: qermourgo/s

English (LSJ)

όν, doing hot and hasty acts, reckless, X.Mem.1.3.9 (Sup.), Luc.Tim.2.

German (Pape)

[Seite 1202] hitzig, kühn, unbesonnen handelnd, Xen. Mem. 1, 3, 9, neben ἀνόητος u. ῥιψοκίνδυνος; vgl. Luc. Tim. 2. S. θερμοεργός.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui agit d'une manière chaleureuse, résolue, hardie.
Étymologie: θερμός, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

θερμουργός: пылкий, страстный, тж. безрассудный Xen., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θερμουργός: όν (*ἔργω) ἐνεργῶν θερμῶς, ἀπερίσκεπτος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Λουκ. Τίμ. 2.

Greek Monolingual

-ό (Α θερμουργός, -όν)
αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.
επίρρ...
θερμουργώς
με θέρμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτουργός, δημιουργός, χειρ-ουργός].

Greek Monotonic

θερμουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που ενεργεί βιαστικά και απερίσκεπτα, θερμοκέφαλος, σε Ξεν., Λουκ.

Middle Liddell

θερμ-ουργός, όν [*ἔργω
doing hot and hasty acts, reckless, Xen., Luc.