κλισίηθεν: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />hors de la tente.<br />'''Étymologie:''' [[κλισίη]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br />hors de la tente.<br />'''Étymologie:''' [[κλισίη]], -θεν.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῐσίηθεν:''' adv. из палатки, из шалаша Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλῐσίηθεν:''' επίρρ., έξω από ή από μια [[καλύβα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κλῐσίηθεν:''' επίρρ., έξω από ή από μια [[καλύβα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''κλῐσίηθεν:''' adv. из палатки, из шалаша Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=out of or from a hut, Il.
|mdlsjtxt=out of or from a hut, Il.
}}
}}

Revision as of 13:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῐσίηθεν Medium diacritics: κλισίηθεν Low diacritics: κλισίηθεν Capitals: ΚΛΙΣΙΗΘΕΝ
Transliteration A: klisíēthen Transliteration B: klisiēthen Transliteration C: klisiithen Beta Code: klisi/hqen

English (LSJ)

Adv. out of the hut or from the hut, Il.1.391, etc.

German (Pape)

[Seite 1455] aus der Hütte, aus dem Zelte, Il. 1, 391 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

adv.
hors de la tente.
Étymologie: κλισίη, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

κλῐσίηθεν: adv. из палатки, из шалаша Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κλῐσίηθεν: Ἐπίρρ. ἐκ καλύβης, Ἰλ. Α. 391, κτλ.· πρβλ. κλισία Ι.

English (Autenrieth)

from the hut, from the barrack.

Greek Monolingual

κλισίηθεν (Α)
επίρρ. από την καλύβα, έξω από την πρόχειρη κατοικία («τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες κούρην Βρισῆος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλισία / -η + επιρρμ. κατάλ. -θεν, δηλωτική της προελεύσεως και από τόπου κινήσεως].

Greek Monotonic

κλῐσίηθεν: επίρρ., έξω από ή από μια καλύβα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

out of or from a hut, Il.