κωλυσίδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui empêche de souper.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]], [[δεῖπνον]].
|btext=ος, ον :<br />qui empêche de souper.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]], [[δεῖπνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡσίδειπνος:''' (σῐ) шутл. мешающий пиру (об опаздывающих сотрапезниках) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωλυσίδειπνος]], -ον (Α)<br />(για [[είδος]] σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε [[κάποιος]] στην [[αρχή]] του δείπνου δεν μπορούσε να φάει [[τίποτε]] [[άλλο]]) αυτός που εμποδίζει το [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), [[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[κωλυσίδειπνος]], -ον (Α)<br />(για [[είδος]] σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε [[κάποιος]] στην [[αρχή]] του δείπνου δεν μπορούσε να φάει [[τίποτε]] [[άλλο]]) αυτός που εμποδίζει το [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. <i>κώλυσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δειπνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεῖπνον]]), [[πρβλ]]. <i>φιλό</i>-<i>δειπνος</i>. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡσίδειπνος:''' (σῐ) шутл. мешающий пиру (об опаздывающих сотрапезниках) Plut.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσίδειπνος Medium diacritics: κωλυσίδειπνος Low diacritics: κωλυσίδειπνος Capitals: ΚΩΛΥΣΙΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: kōlysídeipnos Transliteration B: kōlysideipnos Transliteration C: kolysideipnos Beta Code: kwlusi/deipnos

English (LSJ)

[ῐ], ον, interrupting the banquet, applied to a species of κοχλίας, Apollod. ap. Ath.2.63d, cf. Plu.2.726a.

German (Pape)

[Seite 1543] das Gastmahl aufhaltend, hindernd, Plut. Symp. 8, 6, 1, vgl. Ath. II, 63 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui empêche de souper.
Étymologie: κωλύω, δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡσίδειπνος: (σῐ) шутл. мешающий пиру (об опаздывающих сотрапезниках) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσίδειπνος: -ον, ὁ κωλύων τινὰ νὰ δειπνῇ ἐν τῇ ὡρισμένῃ ὥρᾳ μὴ προσερχόμενος εἰς τὸ δεῖπνον ἐγκαίρως, ὄνομα εἴδους κοχλιῶν, οἱ κωλύοντες τὸ δεῖπνον, ἐμποδίζοντες νὰ φάγῃ τις ἄλλα φαγητά, Ἀπολλ. παρ’ Ἀθην. 63D, Πλούτ. 2. 726Α.

Greek Monolingual

κωλυσίδειπνος, -ον (Α)
(για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή του δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό-δειπνος. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.