μαλθακόφωνος: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la voix douce, harmonieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλθακός]], [[φωνή]]. | |btext=ος, ον :<br />à la voix douce, harmonieuse.<br />'''Étymologie:''' [[μαλθακός]], [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαλθᾱκόφωνος:''' [[сладкозвучный]] ([[ἀοιδή]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαλθᾰκόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει απαλή [[φωνή]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''μαλθᾰκόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει απαλή [[φωνή]], σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μαλθᾰκό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />[[soft]]-voiced, Pind. | |mdlsjtxt=μαλθᾰκό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />[[soft]]-voiced, Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
μαλθᾱκόφωνος: сладкозвучный (ἀοιδή Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.
English (Slater)
μαλθᾰκόφωνος, -ον soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)
Greek Monolingual
μαλθακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή.
Greek Monotonic
μαλθᾰκόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Πίνδ.