μεταμελητικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμελητικός:''' [[полный раскаяния]], [[раскаивающийся]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταμελητικός:''' -ή, -όν, [[γεμάτος]] τύψεις, σε Αριστ.
|lsmtext='''μεταμελητικός:''' -ή, -όν, [[γεμάτος]] τύψεις, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταμελητικός:''' [[полный раскаяния]], [[раскаивающийся]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεταμελητικός]], ή, όν<br />[[full]] of regrets, Arist. [from [[μεταμέλομαι]]
|mdlsjtxt=[[μεταμελητικός]], ή, όν<br />[[full]] of regrets, Arist. [from [[μεταμέλομαι]]
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμελητικός Medium diacritics: μεταμελητικός Low diacritics: μεταμελητικός Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: metamelētikós Transliteration B: metamelētikos Transliteration C: metamelitikos Beta Code: metamelhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταμελητικός: полный раскаяния, раскаивающийся Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.

Greek Monolingual

μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.

Greek Monotonic

μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist. [from μεταμέλομαι