μεταπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], παύομαι.
|btext=cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], παύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' [[временами отдыхать]] (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μεταπαύομαι:''' Μέσ., αναπαύομαι στο [[μεταξύ]] ([[διάστημα]]), σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπαύομαι:''' [[временами отдыхать]] (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Mid. to [[rest]] [[between]]-whiles, Il.
|mdlsjtxt=Mid. to [[rest]] [[between]]-whiles, Il.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαύομαι Medium diacritics: μεταπαύομαι Low diacritics: μεταπαύομαι Capitals: ΜΕΤΑΠΑΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metapaúomai Transliteration B: metapauomai Transliteration C: metapayomai Beta Code: metapau/omai

English (LSJ)

A rest between-whiles, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο Il.17.373. II c. gen., cease from, ὅθι λαρὸν ὕδωρ -παύεται ἅλμης Opp. H.1.115.

German (Pape)

[Seite 152] dazwischen aufhören u. ausruhen, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Il. 17, 373.

French (Bailly abrégé)

cesser par intervalles, se reposer de temps en temps.
Étymologie: μετά, παύομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταπαύομαι: временами отдыхать (μεταπαυόμενοι μάχοντο Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαύομαι: μέσ., ἀναπαύομαι ἐν τῷ μεταξύ, μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο, Ἰλ. Ρ. 373· ὡσαύτως μετὰ γεν., ἀναπαύομαι μεταξύ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ὀππ.

English (Autenrieth)

cease or rest between whiles, Il. 17.373.

Greek Monolingual

μεταπαύομαι (Α)
1. αναπαύομαι κατά διαστήματα («μεταπαυόμενοι δὲ μάχοντο», Ομ. Ιλ.)
2. σταματώ ή παύω να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

μεταπαύομαι: Μέσ., αναπαύομαι στο μεταξύ (διάστημα), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Mid. to rest between-whiles, Il.