μισθάρνης: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui concerne les mercenaires <i>ou</i> le travail des mercenaires.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μισθός]], [[ἄρνυμαι]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui concerne les mercenaires <i>ou</i> le travail des mercenaires.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μισθός]], [[ἄρνυμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθάρνης:''' ου ὁ наемный рабочий Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθάρνης:''' ὁ ([[ἄρνυμαι]]), [[μισθωτός]] [[εργάτης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μισθάρνης:''' ὁ ([[ἄρνυμαι]]), [[μισθωτός]] [[εργάτης]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθάρνης:''' ου ὁ наемный рабочий Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μισθ-άρνης, ου, ὁ, [[ἄρνυμαι]]<br />a [[hired]] [[workman]], Plut.
|mdlsjtxt=μισθ-άρνης, ου, ὁ, [[ἄρνυμαι]]<br />a [[hired]] [[workman]], Plut.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθάρνης Medium diacritics: μισθάρνης Low diacritics: μισθάρνης Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΗΣ
Transliteration A: misthárnēs Transliteration B: mistharnēs Transliteration C: mistharnis Beta Code: misqa/rnhs

English (LSJ)

ου, ὁ, hired workman, Phot. (oxyt., Hsch., Suid.).

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der Lohn Empfangende, ἄρνυμαι, Lohnarbeiter, Taglöhner, VLL.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui concerne les mercenaires ou le travail des mercenaires.
Étymologie: DELG μισθός, ἄρνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

μισθάρνης: ου ὁ наемный рабочий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μισθάρνης: ὁ, (ἄρνυμαι), μισθωτὸς ἐργάτης, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 44, Φώτ., κτλ.

Greek Monolingual

μισθάρνης και μισθαρνής, ὁ (Α)
αυτός που εργάζεται με μισθό, ο μισθωτός εργάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἄρνυμαι (πρβλ. μίσθαρνος.

Greek Monotonic

μισθάρνης: ὁ (ἄρνυμαι), μισθωτός εργάτης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μισθ-άρνης, ου, ὁ, ἄρνυμαι
a hired workman, Plut.