μόθαξ: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μόθων]].
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μόθων]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόθαξ:''' ᾰκος ὁ Plut. = [[μόθων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i>). Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ.</b> [[μόθος]].
|mltxt=[[μόθαξ]], ὁ (Α)<br />[[μόθων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόθος]] «[[μάχη]], [[θόρυβος]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i> ([[πρβλ]]. <i>λείμ</i>-<i>αξ</i>). Για τη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. <b>βλ.</b> [[μόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόθαξ:''' ᾰκος ὁ Plut. = [[μόθων]].
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόθαξ Medium diacritics: μόθαξ Low diacritics: μόθαξ Capitals: ΜΟΘΑΞ
Transliteration A: móthax Transliteration B: mothax Transliteration C: mothaks Beta Code: mo/qac

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ, = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.

German (Pape)

[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. μόθων.

Russian (Dvoretsky)

μόθαξ: ᾰκος ὁ Plut. = μόθων.

Greek (Liddell-Scott)

μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμ-αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.