ναυκράτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui domine sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]].
|btext=ης, ες:<br />qui domine sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κράτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυκράτης:''' (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυκράτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ ([[κρατέω]]), [[θαλασσοκράτορας]] ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ναυκράτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ ([[κρατέω]]), [[θαλασσοκράτορας]] ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυκράτης:''' (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρατέω]]<br />[[master]] or [[mistress]] of the seas, Hdt.
|mdlsjtxt=[[κρατέω]]<br />[[master]] or [[mistress]] of the seas, Hdt.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκράτης Medium diacritics: ναυκράτης Low diacritics: ναυκράτης Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: naukrátēs Transliteration B: naukratēs Transliteration C: nafkratis Beta Code: naukra/ths

English (LSJ)

(parox.), ου, ὁ, holding a ship fast: name of a fish, τὴν ἐχενηΐδα ναυκράτην ἔγραψέ τις Eust.1490.19, cf. Cyran.31.

German (Pape)

[Seite 231] ες, zu Schiffe die Oberhand habend, mit den Schiffen gewaltig, herrschend, ναυκράτεες θαλάσσης, Her. 5, 36. – Auch ein Fisch, der sonst ἐχενηΐς heißt, wurde so genannt, ein Schiff festhaltend, Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui domine sur mer.
Étymologie: ναῦς, κράτος.

Russian (Dvoretsky)

ναυκράτης: (ᾰτ) имеющий превосходство во флоте: ν. θαλάσσης Her. господствующий на море.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ, ὁ θαλασσοκράτωρ ἢ ἡ θαλασσοκράτειρα, ναυκράτεες τῆς θαλάσσης, θαλασσοκράτορες, Ἡρόδ. 5, 36. ΙΙ. ὁ κρατῶν πλοῖόν τι στερεῶς· ναυκράτης, ὁ, ἰχθύς τις ὅμοιος τῇ ἐχενηΐδι, Εὐστ. 1490. 19, Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμ. 987. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 119.

Greek Monolingual

και αφκράτης, ο (ΑΜ ναυκράτης, Α και ως επίθ. ναυκρατής, -ές)
αυτός που κυριαρχεί στη θάλασσα, ο θαλασσοκράτορας
νεοελλ.-μσν.
περκόμορφο ψάρι της οικογένειας carangidae σε σχήμα ατράκτου, για το οποίο υπάρχουν διάφοροι θρύλοι, όπως ότι κολλούσε στα πλευρά του πλοίου και εμπόδιζε την κίνηση ή ότι εκτελεί χρέη οδηγού του καρχαρία, επειδή, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα, ακολουθεί τους καρχαρίες και τα πλοία για να τρέφεται από παράσιτα ή υπολείμματα τροφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + -κρατης (< κρατῶ), πρβλ. θαλασσο-κράτης].

Greek Monotonic

ναυκράτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἡ (κρατέω), θαλασσοκράτορας ή θαλασσοκράτειρα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

κρατέω
master or mistress of the seas, Hdt.