νεωτερικός: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=newteriko/s | |Beta Code=newteriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[natural to a youth]], [[youthful]], ἀγωγή <span class="bibl">Plb.10.21.7</span>; αὐθάδεια <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.11.8</span>; ἐπιθυμίαι <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Ti.</span>2.22</span>; ἁμαρτήματα <span class="bibl">Vett.Val.118.3</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[modern in style]], κάτοπτρον <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1449.56</span> (iii A.D.).</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[natural to a youth]], [[youthful]], ἀγωγή <span class="bibl">Plb.10.21.7</span>; αὐθάδεια <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>16.11.8</span>; ἐπιθυμίαι <span class="bibl"><span class="title">2 Ep.Ti.</span>2.22</span>; ἁμαρτήματα <span class="bibl">Vett.Val.118.3</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Dio</span>4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[modern in style]], κάτοπτρον <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1449.56</span> (iii A.D.).</span> | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεωτερικός:''' [[юношеский]], [[свойственный молодости]] (ζῆλοι, [[ἀγωγή]] Polyb.; ἐπιθυμίαι NT). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεωτερικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[νεώτερος]]<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[νεωτεριστικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναστατικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγους νεωτερικούς» <br />α) [[ανταλλάσσω]] με κάποιον βρισιές, [[διαπληκτίζομαι]]<br />β) [[απειλώ]] με [[στάση]], με [[επανάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει στους νέους, [[νεανικός]] («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, [[μορφή]], [[μοντέρνος]] («[[κάτοπτρον]] νεωτερικόν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεωτερικῶς</i> (Α)<br />με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[νεωτερικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[νεώτερος]]<br /><b>1.</b> [[νέος]], [[πρόσφατος]]<br /><b>2.</b> [[νεωτεριστικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επαναστατικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἔρχομαι]] εἰς λόγους νεωτερικούς» <br />α) [[ανταλλάσσω]] με κάποιον βρισιές, [[διαπληκτίζομαι]]<br />β) [[απειλώ]] με [[στάση]], με [[επανάσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει στους νέους, [[νεανικός]] («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, [[μορφή]], [[μοντέρνος]] («[[κάτοπτρον]] νεωτερικόν», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νεωτερικῶς</i> (Α)<br />με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':newterikÒj 尼哦帖里可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':年輕(著)<br />'''字義溯源''':少年的;源自([[νέος]])*=新)<br />'''出現次數''':總共(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 少年的(1) 提後2:22 | |sngr='''原文音譯''':newterikÒj 尼哦帖里可士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':年輕(著)<br />'''字義溯源''':少年的;源自([[νέος]])*=新)<br />'''出現次數''':總共(1);提後(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 少年的(1) 提後2:22 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A natural to a youth, youthful, ἀγωγή Plb.10.21.7; αὐθάδεια J.AJ16.11.8; ἐπιθυμίαι 2 Ep.Ti.2.22; ἁμαρτήματα Vett.Val.118.3. Adv. -κῶς Plu.Dio4. II modern in style, κάτοπτρον POxy.1449.56 (iii A.D.).
Russian (Dvoretsky)
νεωτερικός: юношеский, свойственный молодости (ζῆλοι, ἀγωγή Polyb.; ἐπιθυμίαι NT).
Greek (Liddell-Scott)
νεωτερικός: -ή, -όν, = νεανικός, νεωτερικοὶ ζῆλοι Πολύβ. 10. 24, 7. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Δίων 4.
English (Strong)
from the comparative of νέος; appertaining to younger persons, i.e. juvenile: youthful.
English (Thayer)
νεωτερικη, νεωτερικον (νεώτερος, which see), peculiar to the age of youth, youthful: ἐπιθυμίαι, Polybius 10,24, 7; Josephus, Antiquities 16,11, 8.)
Greek Monolingual
νεωτερικός, -ή, -όν (ΑΜ) νεώτερος
1. νέος, πρόσφατος
2. νεωτεριστικός
μσν.
1. επαναστατικός
2. φρ. «ἔρχομαι εἰς λόγους νεωτερικούς»
α) ανταλλάσσω με κάποιον βρισιές, διαπληκτίζομαι
β) απειλώ με στάση, με επανάσταση
αρχ.
1. αυτός που αρμόζει στους νέους, νεανικός («τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῡγε», ΚΔ)
2. (για πράγματα) αυτός που έχει νέα, μορφή, μοντέρνος («κάτοπτρον νεωτερικόν», πάπ.).
επίρρ...
νεωτερικῶς (Α)
με νεωτερικό τρόπο, με τρόπο που αρμόζει στους νέους («καὶ νεωτερικῶς προσδοκήσας ὑπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ὅμοια πείθεσθαι», Πλούτ.).
Chinese
原文音譯:newterikÒj 尼哦帖里可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:年輕(著)
字義溯源:少年的;源自(νέος)*=新)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 少年的(1) 提後2:22