νεανίευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.<br />'''Étymologie:''' [[νεανιεύομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />action <i>ou</i> propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.<br />'''Étymologie:''' [[νεανιεύομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεᾱνίευμα:''' ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεᾱνίευμα:''' -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική [[σημασία]]) απερίσκεπτη [[ενέργεια]] ή [[απερίσκεπτος]] [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''νεᾱνίευμα:''' -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική [[σημασία]]) απερίσκεπτη [[ενέργεια]] ή [[απερίσκεπτος]] [[λόγος]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεᾱνίευμα:''' ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεᾱνίευμα, ατος, τό,<br />a [[youthful]], i. e. a [[spirited]] or (in bad [[sense]]) a [[wanton]] act or [[word]], Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]
|mdlsjtxt=νεᾱνίευμα, ατος, τό,<br />a [[youthful]], i. e. a [[spirited]] or (in bad [[sense]]) a [[wanton]] act or [[word]], Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]
}}
}}

Revision as of 14:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνίευμα Medium diacritics: νεανίευμα Low diacritics: νεανίευμα Capitals: ΝΕΑΝΙΕΥΜΑ
Transliteration A: neaníeuma Transliteration B: neanieuma Transliteration C: neanievma Beta Code: neani/euma

English (LSJ)

ατος, τό, youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνίευμα: ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξιςλόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.

Greek Monotonic

νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

νεᾱνίευμα, ατος, τό,
a youthful, i. e. a spirited or (in bad sense) a wanton act or word, Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]